Λορέντζος Μαβίλης: όλα τα σονέτα (μέρος 3ο)


Μέρος 2ο

Μέρος 1ο

Όλα σε μορφή pdf


ΧΑΡΡΙΣ                                                                      
Χερουβικής χαράς χρυσός αθέρας                                                                                                            σ’ εφλόγισε πατώντας της Ηπείρου
το χώμα, σα στην πλατωσιά του απείρου
ν’ άστραφτε από το «εν τούτω νίκα» ο αιθέρας,

και σα σε λάμψη παρουσίας δευτέρας
μ’ αποκαλυπτικού αγαλλίαση ονείρου
νά ’βλεπες στο βυθό του Παμπονήρου
να γκρεμιστεί η Τουρκιά, το ανίερο τέρας.

Και σε λόγου σου τότε έκαμες τάμα
να φτάσεις όπου αυτός μόνος ξαμώνει
που ’ναι ποιητής και μάρτυρας αντάμα.

Του Απόλλωνα όχι η χάρη, η δόξα μόνη
σου ’λειπε του θανάτου −κι ένα βόλι
σ’ έστειλ’ ήρωα στο ηλύσιο περιβόλι.


ΝΙΚΟΣ ΚΟΓΕΒΙΝΑΣ
Και αν είναι άλλη ζωή, θα ’ναι για σένα
ο αθέρας τουτηνής. Βαθιά γαλήνη
σιωπής αρμονικιάς θα μεγαλύνει
τα πλήθια μάγια σμίγοντάς τα σ’ ένα

θεράπιο θεϊκό∙ τη μια παρθένα
που εφίλησες κι ο πόθος σου την κρίνει,
τα πέντε σας παιδιά που άχραντοι κρίνοι
ανθούν κι αλλιώς σου μοιάζει το καθένα

πεντάμορφο, και τ’ άδολο της Γνώσης
ανάμα, και τη φώτιση του Ωραίου
κι όσα δάκρυα φτωχών έχει στεγνώσεις

και, με τη λάβρα τ’ άξιου Κερκυραίου
για του νησιού σου την ευδαιμονία,
για το Γένος, την ένθεη μανία.


ΕΛΑ ΠΑΡΘΕΝΑ ΜΟΥ...
Έλα, παρθένα μου, να ιδείς πώς λάμπει το φεγγάρι.
-Φεύγα, μην τύχει και σε ιδεί το φως του ηλιού κοντά μου.
-Κάθησε κάτω, αγάπη μου, στο πράσινο χορτάρι,
φόβο μην έχεις, κάθησε, πέσε στην αγκαλιά μου.

-Φοβούμαι μη η μανούλα μου με ξυπνήσει και με κράξει,
φοβούμαι μη τα λόγια μας τα πάρει τ’ αγεράκι,
μήπως τ’ ακούσει φθονερός, μήπως πουλί πετάξει
και δει στα χείλη μας ζεστό τ’ έρωτος το φιλάκι.

-Πέσε, έλα, πέσε, αγάπη μου, στα χείλη μ’ αποκάτου.−
Στην αγκαλιά του έπεσε η εύμορφη παρθένα
κι έκρωζε κει ’νας κόρακας. Φαρμάκων’ η λαλιά του.

Τα μελωμένα τους φιλιά, και τα ζευγαρωμένα
κουφάρια τους εμείνανε− δες, την αστροφεγγιά του
το μισοφέγγαρο έκρυψε... −μαζί μαχαιρωμένα.


ΠΟΙΗΣΙΣ
Στην μοναξιάν, όπου ψηλός κρημνός σηκώνει
την κεφαλή του προς τα σύγνεφα κι αφήνει
τον καταρράκτη να βογγά και να φουσκώνει
και τα μαρμάρινα τα στήθη του να πλύνει,

εκεί που δάσος το λαγκάδι περιζώνει,
ενώ μεσουρανίς φιλέρημη σελήνη
ασημοΰφαντο λαμπρό μαγνάδι απλώνει
εις την απέραντη του σύμπαντος γαλήνη,

αυτού η καρδιά μ’ απ’ τη χαρά της ξεχειλίζει,
όταν ακούω την αγάπη μου να ψάλλει
των αθανάτων ποιητών τους θείους στίχους.

Τότε θαρρώ πως εμπροστά μου φτερουγίζει
αιθέρια μούσα μ’ όλα τ’ ουρανού τα κάλλη,
θαρρώ πως αγροικώ της λύρας της τους ήχους.



Η ΜΟΥΣΙΚΗ
Εις την γλυκιά της νύκτας ήσυχη ερημία,
ενώ λαμποκοπούν τ’ αστέρια μαγεμένα,
τ’ αέρι παίρνει απ’ τους ανθούς την ευωδία
και τα νερά κρυφομιλούν ερωτεμένα.

Τότ’ αγκαλιάζω αν αγροικώ την αρμονία
όπου τ’ αηδόνια χύνουν, στα κλαριά κρυμμένα,
ή κι αν ερωτική μου ψάλλει μελωδία
μέσα εις βαρκούλ’ αηδονολάλητη παρθένα.

Κι ευτύχημ’ άλλ’ ο νους μου δεν επιθυμάει
παρ’ όλην την ζωήν μου να την ναναρίζει
τέτοι’ αρμονία που τα πάθη όλα νικάει.

Εις την ψυχήν η Μουσική φτερά χαρίζει,
ώστ’ ημπορεί μακράν του κόσμου να πετάει
κι εις ύψη αιθέρι’ από ηδονή να λαχταρίζει.


ΣΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ
Είσ’ έμορφη, σεμνή χωριατοπούλα
και στον ανθό της νιότης λουλουδίζεις,
δροσερή και γελούμενη ροδίζεις,
όπως στον ουρανό ροδίζ’ η αυγούλα.

Καθώς μες το τριαντάφυλλο η δροσούλα,
όμοια λάμπει το δάκρυ σου αν δακρύζεις,
σα νύφη στο χορό γλυκογυρίζεις
και καμαρώνεις σαν βασιλοπούλα.

Όλοι αντάμ’ ας φιλούν οι άλλοι μία
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που κλαίει τα μαραμένα της τα νιάτα.

Εγώ σέν’  αγαπώ, σέν’ αγκαλιάζω.
Αν τη φωνή σου ακούσω, αναγαλλιάζω.
Λιώνομαι στα φιλιά σου τα δροσάτα.



ΣΤΟ ΦΙΛΟ Γ.ΚΑΛΟΣΓΟΥΡΟ
Όταν ξυπνάς στο αυτί σου έν’ αντηχάει
μονάχο «καλημέρα» ευλογημένο,
που η μάνα αγάλι αγάλ’ ηχολογάει
στο παιδί της κοντά τ’ αγαπημένο.

Την νύχτα πριν τα δυο σου μάτια κλείσεις,
ο γέροντας πατέρας σε σκεπάζει
και σου λέγει γλυκά να τον φιλήσεις,
και αν φιληθεί, η καρδιά του αναγαλλιάζει.

Αλλ’ όμως, Γιώργ’, η αγγελική ψυχή σου
κάπου ν’ αναπαυθεί, κάπου να λέει
έχει ανάγκη τα κρύφια μυστικά της.

Τες ώρες της χαράς  με τους γονείς σου
πέρασε, αλλ’ όταν η καρδιά σου κλαίει
στον φίλο θα ματάβρεις την χαρά της.


ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ
Ο κόσμος είναι πλανερό μαγνάδι
κεντησμένο με ρόδα και με βάγια,
με ήλιους και μ’ άστρα, που το απλών’ η Μάγια
απάνου στης αλήθειας το σκοτάδι.

Σ’ αγαπούσαμε τόσο, έρμο ρημάδι,
γιατί στη μέση απ’ της ζωής τα μάγια
στην ψυχή μας φανέρωνες την άγια
του θανάτου θωριά, τον κρύον Άδη,

το τίποτε∙ και ανήξερα στα βάθια
του είναι μας εξύπναες μια λαχτάρα
να γλιτώσουμε απ’ όλα μας τα πάθια,

την πικρή να ξορκίσουμε κατάρα
της ζωής, και να μπούμε μονομίας 
στ’ άδυτα της θεϊκής ανυπαρξίας.



ΑΜΙΛΗΤΑ
Ποτάμι τρέχει η αγάπη και όσο τρέχει
πληθαίνει και στ’ ολόγλυκό της ρέμα 
δείχνει της ευτυχιάς το ουράνιο ψέμα
και ο δρόμος της, θαρρεί, σωμό δεν έχει.

Μα μπροστά της χωρίς να το παντέχει
του πόνου η πικροθάλασσα στο βλέμμα
απλώνεται γεμάτη δάκρυα κι αίμα,
και τα πάντα ρουφάει, τα πάντα βρέχει.

Χρυσομάνα, εμαράθηκαν τα φύλλα
και χειμώνας πλακώνει∙ σε θωράω
κατάματα με τρόμου ανατριχίλα∙

Και σέναν’ αλαφιάζεται το πράο
άρρωστο ανάβλεμμά σου, σα να ερώτα:
θα χαρούμε άλλην άνοιξη, σαν πρώτα;


ΚΑΛΛΙΠΑΤΕΙΡΑ
«Αρχόντισσα Ροδίτισσα, πώς μπήκες;
Γυναίκες διώχνει μια συνήθεια αρχαία 
εδώθε». −«Έχω ένα ανίψι, τον Ευκλέα,
τρία αδέρφια, γιο, πατέρα Ολυμπιονίκες.

Να με αφήσετε πρέπει, Ελλανοδίκες,
κι εγώ να καμαρώσω μες τα ωραία 
κορμιά, που για το αγρίλι του Ηρακλέα
παλεύουν, θιαμαστές ψυχές αντρίκιες.

Με τες άλλες γυναίκες δεν είμαι όμοια∙
στον αιώνα το σόι μου θα φαντάζει
με της αντριάς τα αμάραντα προνόμια.

Με μάλαμα γραμμένος το δοξάζει
σε αστραφτερό κατεβατό μαρμάρου
ύμνος χρυσός του αθάνατου Πινδάρου».



ΕΙΣ ΤΗΝ ΜΙΝΝΑ
Τι με γνοιάζει πως είναι κελνερίνα,
αν μ’ όλη την καρδιά της μ’ αγαπάει,
αν τα στήθη της άσπρα είναι σαν κρίνα,
αν σαν τα Χερουβείμ χαμογελάει;

Σαν ο τυφλός που ξάφν’ ουράνι’ αχτίνα
το μαύρο σκότος γύρω του σκορπάει,
όμοια κι εγώ θαμπώνομαι από κείνα
τα δυο της μαύρα μάτια αν με τηράει.

Άμε χάσου ξερή Φιλολογία,
γριά φτιασιδωμένη, άσχημη, κρύα,
που ως τώρα το μυαλό μου έχεις τυφλώσει.

Την Εμορφιά την κλασική σπουδάζω,
όταν γλυκά την Μίννα μου αγκαλιάζω,
όταν η Μίννα ένα φιλί μου δώσει.


ΤΑΜΑ
Κόρη αφράτη, με στήθια σαν το γάλα,
μ’ ολόξανθα μαλλιά σαν το χρυσάφι,
με μάγουλα π’ ο Έρωτας τα βάφει
ρόδισμα ουράνιο ραίνοντας μια στάλα,

σαν και σένα δεν είναι πλάσματα άλλα∙
σε λαχταρώ σα διψασμένο αλάφι.
Να τ’ αγαπήσω η μοίρα μου το γράφει
τα δυο σου μάτια μαύρα τα μεγάλα.

Εσύ είσαι η ευτυχία μου, εσύ το φως μου,
πως θα ιδώ στη ζωή μου τέτοιο θάμα
ποτέ δεν το εφαντάστη ο λογισμός μου∙

να μη σ’ απαρνηθώ σου κάνω τάμα,
έλα, χαρές και βάσανα του κόσμου
χεροπιασμένοι θα περνάμε αντάμα.



ΟΝΕΙΡΟ
Νύχτα, με δίχως άστρα ουδέ φεγγάρι,
σε μιαν άγρια παράδερνα λαγκάδα∙
ξάφνου με σκιαχτερή ξένη ασκημάδα
τρεις  Άχαρες θωρώ σ’ ένα λογγάρι∙

Η μεσινή ψηλά κρατεί λυχνάρι,
που των τριωνών φωτίζει την αχνάδα∙
ουρλιάζοντας μ’ αταίριαστη βραχνάδα
αργά ξαλλάζουν το εξάδιπλο αχνάρι

κι ομπρός μου σταματούν. Τότε στυλώνει
η καθεμιά τα μάτια κατά μένα∙
η μεσινή το λύχνο χαμηλώνει

και φου! τον σβηούν οι τρεις με φύσημ’ ένα.
Φρενιασμένος εξύπνησα.  Αχ! το φως μου, −
την ίδια ώρα εσβήστηκε ο αδερφός μου!


ΠΛΗΡΩΜΑ ΧΡΟΝΟΥ
Οι Τούρκοι είναι θεριά, δεν είναι ανθρώποι.
Για χιλιοστή φορά πάλι σηκώσου!
Το τρισένδοξο θέλει ριζικό σου
θεριά να σφάξεις που τα θρέφει η Ευρώπη.

Πολύ ψηλά, κει που δε φτάνει τόπι 
αφορεσμένου Τούρκου, Φράγκου ή Ρώσου,
είναι στημένο τ’ άγιο φλάμπουρό σου
στου Ιδανικού το ουράνιο κατατόπι.

Κι α σε κρατούν πιστάγκωνα δεμένη
κι α χίλια μύρια βάσανα παθαίνεις,
μα στο τέλος θε να βγεις κερδεμένη,−

είσ’ αίμα Ελληνικό και δεν πεθαίνεις. 
Αν είναι ένας Θεός δικαιοκρίτης,
συ θα το δείξεις, Λευτεριά της Κρήτης.




ΠΑΤΡΙΔΑ
Πάλε ξυπνάει της άνοιξης τ’ αγέρι
στην πλάση μυστικής αγάπης γλύκα,
σα νύφ’ η γη πο ’χει άμετρα άνθη προίκα,
λάμπει ενώ σβηέται της αυγής τ’ αστέρι.

Πεταλούδες πετούν ταίρι με ταίρι,
εδώ βουίζει μέλισσα, εκεί σφήκα∙
τη φύση στην καλή της ώρα εβρήκα,
λαχταρίζει η ζωή σ’ όλα τα μέρη.

Κάθε μοσκοβολιά και κάθε χρώμα,
κάθε πουλιού κελάηδημα ξυπνάει
πόθο στα φυλλοκάρδια μου κι ελπίδα

να  σου ξαναφιλήσω τ’ άγιο χώμα,
να ξαναϊδώ και το δικό σου Μάη,
όμορφή μου, καλή, γλυκιά πατρίδα.


ΧΑΡΑΥΓΗ
Αχνά, σαν το ροδόβαμμα μιας πρώτης
ανήξερης αγάπης, ξημερώνει∙
την απάρθενη θάλασσα φουσκώνει
σαν γλυκοανασασμός πάναγνης νιότης,

και σαν άνθια κυλάει τον κάτασπρό της
ανάλαφρον αφρό, και η γης ασκώνει
τη λευκή καταχνιά και φανερώνει
την ομορφάδα της αιωνιότης

άγγιχτη, αφίλητη, αθώρητη. Μένει
σαστισμένη η ψυχή στη δροσεράδα
του αγέρος που όσο πάει κι ασπρογαλιάζει∙

το πάθος ξαστοχάει και αναγαλλιάζει,
σαν ο άγριος κρίνος που ξανοίγει αράδα,
στην άπειρη ωραιότη ερωτεμένη.