José Antonio Moreno Jurado, Μέρες του 1994 (Días de 1994)



Días de 1994

Y te dije en silencio    HE AQUÍ EL MIEDO    y un jardín se des­hizo de pronto en mil fisuras de lava y alacranes    de garra y de­sencanto    un jardín que fue     desde hace tiempo    alivio del mar en el insomnio

No es que fuera un aroma    sino el mismo corazón

Que ha latido por ti        tan árbolmente     las horas y minutos     lágri­ma y placer en un mismo sentido        tan brisamente que el can­san­cio consumió las aristas de su pequeña exac­titud

Y además    HE AQUÍ LA DESTRUCCIÓN    y un guerrero a la manera de un ángel disecado    de pie y envanecido junto al pretil informe de la fuente primera

levantaba su espada

contra mí y mis heridas    saltando por los setos y los brotes en­mu­decidos de la pequeña madrugada    se posaron una a una so­bre tu cuerpo

y después    como si fuesen tuyas

las lavabas en el jugo de la desesperación    las secabas con cui­dado    hasta que caían al suelo lentamente y crecían    a su vez    plantas aromáticas que llegaban a los escalones de la nube    y me culpabas del daño y el su­fri­miento

Dije incluso    HE AQUÍ LAS CENIZAS    cuando señalabas con acusaciones al interior de mi oscuridad y era fango o catás­tro­fe la sensación del alma    cenizas    ay    cenizas solamente

que fueron una vez    para ti    rincón o santuario
Sin embargo    el insensible podador del tiempo    que acaricia con maldad lo que destruye    las esparció con descaro por el ai­re mientras cantaba tristemente inge­nuas melodías

y dejaba a tus pies la despreciable alfombra

de mi degradación

Nada te debo    a fin de cuentas       sino noches de luz         bajo aquel eucalipto  más de quince años          rompiendo a cada instante el vuelo del corazón       y desnudándolo

Sin embargo      sopla a veces        sin quererlo           por la estrecha pe­numbra de tu voz         una sonrisa            y el ar­queo de tus ojos me hace comprender que los días de 1994        si tú quisieras       podrían terminar quizás en la es­pe­ranza.
          
(José Antonio Moreno Jurado, Las elegías del Monte Atos, Barcelona, 1997)


Ημέρες του 1994
(Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης)

Και σου είπα στη σιωπή   ΙΔΟΥ Ο ΦΟΒΟΣ   και ένας κήπος κατέρρευσε ξαφνικά σε χιλιάδες σχισμές από λάβα και σκορπιούς    όνυχα και απογοήτευση    ένας κήπος που ήταν   εδώ και καιρό     ανακούφιση της θάλασσας στην αϋπνία

Δεν ήταν μόνο ένα άρωμα      αλλά η ίδια η καρδιά

που χτύπησε για σένα τόσο δενδροειδώς    τις ώρες και τα λεπτά   δάκρυ και ευχαρίστηση στην ίδια κατεύθυνση          τόσο ανεμωδώς          που η κόπωση κατανάλωσε τις άκρες της μικρής ακρίβειάς της

Κι ακόμη   ΙΔΟΥ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ    κι ένας πολεμιστής με τον τρόπο ενός ταριχευμένου αγγέλου    όρθιος και ματαιόδοξος συνάμα    δίπλα στο αδιαμόρφωτο παραπέτασμα της πρώτης πηγής

σήκωνε το σπαθί του
ενάντια σ’ εμένα και οι πληγές μου        πηδώντας από τους φράχτες και τ’ άφωνα βλαστάρια της μικρής αυγής      κούρνιασαν μία προς μία πάνω στο σώμα σου

και μετά    σαν να ήταν δικές σου

τις έπλενες στο χυμό της απόγνωσης    τις στέγνωνες με φροντίδα    μέχρι να πέσουν αργά στο έδαφος και να μεγαλώσουν    με τη σειρά τους   αρωματικά φυτά που έφτασαν στα σκαλιά του σύννεφου    και με κατηγορούσες για τη βλάβη και τη συμφορά

Είπα μάλιστα    ΙΔΟΥ ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ    όταν σημάδευες με μομφές το εσωτερικό του σκοταδιού μου και ήταν λάσπη ή καταστροφή η αίσθηση της της ψυχής    στάχτες    αχ    στάχτες μόνο

που ήταν κάποτε για σένα    κόγχη ή ιερό

Ωστόσο    ο αναίσθητος κλαδευτής του χρόνου    που χαϊδεύει με κακία ό,τι καταστρέφει    τις διασκόρπισε με θράσος στον αέρα ενώ τραγουδούσε θλιμμένα απλοϊκές μελωδίες

και άφηνε στα πόδια σου τον ποταπό τάπητα της ταπείνωσής μου

Δεν σου χρωστάω τίποτα     εντέλει    παρά νύχτες φωτός      κάτω από εκείνον τον ευκάλυπτο       άνω των δεκαπέντε ετών      που χαλούσαν κάθε στιγμή την πτήση της καρδιάς    και την απογύμνωναν

Ωστόσο     ενίοτε πνέει        δίχως να το θέλεις            απ’ το στενό ημίφως της φωνής σου    ένα χαμόγελο    και η καμπύλη των ματιών σου με κάνει να καταλάβω ότι οι μέρες του 1994    εάν το ήθελες   θα μπορούσαν ίσως να καταλήξουν στην ελπίδα.

(Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, Οι ελεγείες του όρους Άθως, Βαρκελώνη 1997)


Σχόλια