Días de 1994
Y te dije en
silencio HE AQUÍ EL MIEDO y un jardín se deshizo de pronto en mil
fisuras de lava y alacranes de garra y
desencanto un jardín que fue desde hace tiempo alivio del mar en el insomnio
No es que fuera
un aroma sino el mismo corazón
Que ha latido
por ti tan árbolmente las horas y minutos lágrima y
placer en un mismo sentido tan brisamente que el cansancio consumió las aristas
de su pequeña exactitud
Y además HE AQUÍ LA DESTRUCCIÓN y un guerrero a la manera de un ángel
disecado de pie y envanecido junto al
pretil informe de la fuente primera
levantaba su espada
contra mí y mis
heridas saltando por los setos y los
brotes enmudecidos de la pequeña madrugada
se posaron una a una sobre tu cuerpo
y después como si fuesen tuyas
las lavabas en
el jugo de la desesperación las
secabas con cuidado hasta que caían
al suelo lentamente y crecían a su
vez plantas aromáticas que llegaban a
los escalones de la nube y me culpabas
del daño y el sufrimiento
Dije
incluso HE AQUÍ LAS CENIZAS cuando señalabas con acusaciones al
interior de mi oscuridad y era fango o catástrofe la sensación del alma cenizas
ay cenizas solamente
que fueron una
vez para ti rincón o santuario
Sin embargo el insensible podador del tiempo que acaricia con maldad lo que
destruye las esparció con descaro por
el aire mientras cantaba tristemente ingenuas melodías
y dejaba a tus
pies la despreciable alfombra
de mi degradación
Nada te
debo a fin de cuentas sino
noches de luz bajo aquel eucalipto
más de quince años rompiendo a
cada instante el vuelo del corazón y desnudándolo
Sin embargo sopla a veces sin quererlo por la estrecha penumbra de tu
voz una sonrisa y el arqueo de tus ojos me hace
comprender que los días de 1994 si
tú quisieras podrían terminar
quizás en la esperanza.
(José Antonio
Moreno Jurado, Las elegías del Monte Atos,
Barcelona, 1997)
Ημέρες του 1994
(Μετάφραση: Σταύρος Γκιργκένης)
Και
σου είπα στη σιωπή ΙΔΟΥ Ο ΦΟΒΟΣ και ένας κήπος κατέρρευσε ξαφνικά σε
χιλιάδες σχισμές από λάβα και σκορπιούς
όνυχα και απογοήτευση ένας
κήπος που ήταν εδώ και καιρό ανακούφιση της θάλασσας στην αϋπνία
Δεν
ήταν μόνο ένα άρωμα αλλά η ίδια η
καρδιά
που
χτύπησε για σένα τόσο δενδροειδώς τις
ώρες και τα λεπτά δάκρυ και ευχαρίστηση
στην ίδια κατεύθυνση τόσο
ανεμωδώς που η κόπωση κατανάλωσε
τις άκρες της μικρής ακρίβειάς της
Κι
ακόμη ΙΔΟΥ Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ κι ένας πολεμιστής με τον τρόπο ενός
ταριχευμένου αγγέλου όρθιος και
ματαιόδοξος συνάμα δίπλα στο
αδιαμόρφωτο παραπέτασμα της πρώτης πηγής
σήκωνε
το σπαθί του
ενάντια
σ’ εμένα και οι πληγές μου
πηδώντας από τους φράχτες και τ’ άφωνα βλαστάρια της μικρής αυγής κούρνιασαν μία προς μία πάνω στο σώμα σου
και
μετά σαν να ήταν δικές σου
τις
έπλενες στο χυμό της απόγνωσης τις
στέγνωνες με φροντίδα μέχρι να πέσουν
αργά στο έδαφος και να μεγαλώσουν με
τη σειρά τους αρωματικά φυτά που
έφτασαν στα σκαλιά του σύννεφου και με
κατηγορούσες για τη βλάβη και τη συμφορά
Είπα
μάλιστα ΙΔΟΥ ΟΙ ΣΤΑΧΤΕΣ όταν σημάδευες με μομφές το εσωτερικό του
σκοταδιού μου και ήταν λάσπη ή καταστροφή η αίσθηση της της ψυχής στάχτες
αχ στάχτες μόνο
που
ήταν κάποτε για σένα κόγχη ή ιερό
Ωστόσο ο αναίσθητος κλαδευτής του χρόνου που χαϊδεύει με κακία ό,τι καταστρέφει τις διασκόρπισε με θράσος στον αέρα ενώ τραγουδούσε
θλιμμένα απλοϊκές μελωδίες
και
άφηνε στα πόδια σου τον ποταπό τάπητα της ταπείνωσής μου
Δεν
σου χρωστάω τίποτα εντέλει παρά νύχτες φωτός κάτω από εκείνον τον ευκάλυπτο άνω των δεκαπέντε ετών που χαλούσαν κάθε στιγμή την πτήση της
καρδιάς και την απογύμνωναν
Ωστόσο ενίοτε πνέει δίχως να το θέλεις απ’ το στενό ημίφως της φωνής
σου ένα χαμόγελο και η καμπύλη των ματιών σου με κάνει να
καταλάβω ότι οι μέρες του 1994 εάν το
ήθελες θα μπορούσαν ίσως να καταλήξουν
στην ελπίδα.
(Χοσέ
Αντόνιο Μορένο Χουράδο, Οι ελεγείες του
όρους Άθως, Βαρκελώνη 1997)
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου