David Park Barnitz, 6 ποιήματα



ΤΕΛΕΙΑ ΑΓΑΠΗ

Δεν είναι πως το πρόσωπό σου είναι ωραίο
      σαν ηλιοβασιλέματα που θνήσκουν,
ούτε ότι τα όμορφα τα βλέφαρά σου έχουν
      τη λάμψη του αστεριού.
Είναι η βαθιά η θλίψη των ματιών σου
      που την καρδιά μου αιχμαλώτισε,
και ότι εκτιμώ μες στην ψυχή σου
      την ηρεμία των νεκρών.

Ω! άγια αγάπη, όμορφο πρόσωπο λευκό,
      Ω! η γλυκιά η ψυχή σου η χαμένη!
Το στήθος σου είναι ένας βωμός,
     άγιο κρασί το φίλημά σου.
Γλυκό θυμίαμα προσφορά για την απόλαυσή μου
      είναι η φθαρμένη σου αναπνοή,
και στα κηλιδωμένα χείλη σου φιλώ
      τα ιερά τα χείλη του Θανάτου!

Επειδή η καρδιά σου είναι όλη
     θρήνο γεμάτη πλέριο,
και το χρυσό κεφάλι σου σαν με νεφέλη
     όλο αμαρτία αιωρούμενο.
Επειδή η ψυχή σου είναι εντελώς
      αμαρτωλή ως τον πυρήνα
γι’ αυτό η καρδιά μου δέσμια είναι σ’ εσένα,
      αγάπη ακριβή, για πάντα!

PARFAIΤ AMOUR
It is not that thy face is fair
     As dying sunsets are,
Nor that thy lovely eyelids wear
     The splendour of a star;
Tis the deep sadness of thine eyes
     Hath my heart captive led,
And that within thy soul I prize
     The calmness of the dead.
O holy love, O fair white face,
     O sweet lost soul of thine!
Thy bosom is an altar-place,
     Thy kisses holy wine;
Sweet incense offer'd for my bliss
     Is thy corrupted breath,
And on thy stained lips I kiss
     The holy lips of Death!
Wherefore because thy heart is all
     Fill'd full of mournfulness,
And thy gold head as with a pall
     Hung o'er with sinfulness;
Because thy soul is utterly
     Sinful unto the core
Therefore my heart is bound to thee,
     Dear love, forevermore!

ΑΣΤΑΡΤΗ

Μες στη γαλάζια ωχρή εσθήτα σου που λαμπυρίζει
στέκεσαι τόσο χλωμή στου φεγγαριού το φως το ασθενικό,
όπου το θυμιατήρι το χρυσό πλάι στο λευκό σου σώμα 
σε περιβάλλει με την ευωδιαστή του αναπνοή.

Τόσο αδύναμη η ψηλή σου τιάρα φέγγει
πάνω απ’ τα μυστικά, τα μακρινά σου μάτια από φως,
που μοιάζεις με νεκρή θεά της νύχτας,
Αστάρτη αναλλοίωτη, έναστρη αγάπη.

Στέκεις χλωμή στην θεϊκότητά σου,
είδωλο του θαμμένου χρόνου σεληνιακό,
που άδουνε τραγούδι σοβαρό ενώπιόν του οι ιερείς.

Γι’ αυτό και προσκυνώ μπρος στη θεότητά σου,
στο πρόσωπό σου έψαλα εγκώμια υψηλά,
και χρυσαφένιο θυμιατήρι μες στα χέρια μου ταλάντευσα.

ASHTORETH

In thy blue pallid gown that shimmereth
So pale thou standest in the wan moonlight,
Where the gold censer near thy body white
Wraps thee around with its perfumed breath;

So wan thy high tiara glimmereth
Above thy mystical far eyes of light,
Thou seemest some dead goddess of the night,
O starry love, O changeless Ashtoreth.

Pallid thou standest in thy divinity,
Like some moon-idol of the buried time,
Before whose face priests sing in solemn chime.

So I prostrate before thy deity,
Unto thy face have solemn praises sung,
And in my hands a golden censer swung.

ΜΑΝΤΟΝΑ

Η Αγωνία και ο Θρήνος είναι σαν τον χρυσό γι’ αυτήν,
φορά τον Πόνο πάνω της σαν ένα κόσμημα
στην κεφαλή της έχει διάδημα την Θλίψη.
Και σαν απ’ το λιβάνι και το τροπικό το μύρο

ευωδιάζει με Δυστυχία απόλυτη το πρόσωπό της.
Στην άκρη του πορφυρού, του έξοχου φορέματός της
την Τρέλα και τον Θάνατο κι όλους τους τρόπους τους
σε θέαμα παράδοξο και χαρωπό ζωγραφισμένους έχει.

Μες στο λεπτό της πρόσωπο απαντούν τα πράγματα όλα,
κι όλα τα θλιβερά τα χρόνια και οι πονεμένες μέρες
είναι ωσάν κοσμήματα ολόγυρα στο μέτωπό της.

Προσθέτει δόξα μικρή στο πρόσωπό της,
μία μικρή ανία στα μισόκλειστά της μάτια,
ετούτο το χαμόγελο, τόσο περίεργο, κάτω από τους μακρινούς τους ουρανούς.

MADONNA
Anguish and Mourning are as gold to her;
She weareth Pain upon her as a gem,
And on her head Grief like a diadem;
And as with frankincense and tropic myrrh

Her face is fragrant made with utter Woe;
And on her purple gorgeous garment's hem
Madness and Death and all the ways of them
Emblazoned in strange carousal show.

Within her delicate face are all things met,
And all the sad years and the dolorous days
Are but as jewels round her forehead set,

Add but a little glory to her face,
A little languor to her half-clos'd eyes,
That smile so strangely under the far skies.

ΑΓΑΠΗ-ΘΑΝΑΤΟΣ

Το αστραφτερό το πρόσωπό σου μπρος στα μάτια μου
λάμπει αιώνια, ηλιοβασίλεμα φλεγόμενο.
Εσένα μόνο βλέπω στο δάπεδο της γης,
Εσένα μόνο βλέπω στον ουρανό εντός.

Η άφιξή σου είναι σαν κατακτητή,
στα βήματά σου χάνεται του κόσμου η δόξα,
μέσα στα αυτιά μου η φωνή σου πάντα εγείρεται
σαν ηχηρός ωκεανός που την ακτή χτυπά.

Έχεις φτιαχτεί σαν συγγενής με την αιωνιότητα,
κόρη της δόξας, κόρη της παρηγοριάς.
Το πρόσωπό σου στέκει πάνω απ’ τους αστερισμούς.

Ω Θάνατε! Ω Αγάπη! Να γίνω ένα μαζί σου,
ώστε στα ιερά σου χείλη, στην αγάπη σου
ο κόσμος να χαθεί και μαζί το φως!

LIEBES-TOD
I
Thy splendour-lighted face before mine eyes
Shines like a flaming sunset evermore;
Thee only I behold on the earth's floor,
Thee only I behold within the skies;

Thy coming on is like a conqueror,
Before thy footsteps the world's glory dies,
Within mine ears thy voice doth ever rise
Like a loud ocean beating on the shore.

Thou art made kindred with eternity,
Daughter of glory, daughter of consolations;
Thy face is set above the constellations;

Of Death! O love! be I made one with thee,
That on thy holy lips and in thy love
The world may perish and the light thereof!



ΝΑ ΘΥΜΑΣΤΕ

Να θυμάστε, εσείς που απολαμβάνετε τον ουρανό,
      που τα πρόσωπά σας φλέγονται με τον ήλιο που δύει,
ότι μετά το ηλιοβασίλεμα έρχεται η νύχτα,
ότι η θλίψη ακολουθεί κάθε απόλαυση,
      όταν η αγάπη, ο εραστής και η αγαπημένη είναι ένα.

Ω! εσείς που οι μέρες σας είναι σαν την τρεχούμενη άμμο,
      υπάρχει ένα σπίτι άγνωστο στην απόλαυση,
ένας κήπος που δεν τον αγαπά κανείς,
ένας τόπος που δεν τον βλέπει ο ήλιος,
      να θυμάστε, εσείς που απολαμβάνετε τον ουρανό.

REMEMBER

Remember, ye whom the skies delight,
     Whose faces flame with the falling sun,
That after sunset cometh the night,
That sorrow followeth all delight,
     When love, and lover, and lov'd are one.

O ye whose days are as sands that run,
     One house there is unknown of delight,
One garden is there belov'd of none,
One place there is unseen of the sun,
     Remember, ye whom the skies delight.

ΤΡΕΛΟ ΣΟΝΕΤΟ

Ιδού, μέσα στη νυχτιά φωνάζω, μέσα στη νυχτιά,
«Θεέ!», και θα ’ναι ουρλιαχτό στον ουρανό η φωνή μου!
Κουράστηκα άμορφα πράγματα που πετούν να βλέπω,
στ’ αχρείο τους πέταγμα να φτεροκοπούν στο πρόσωπό μου.

Κουράστηκα να στριμώχνονται πράγματα νεκρά στην όρασή μου,
Κουράστηκα να ακούω πτώματα φρικτά που κλαιν,
Θεέ! Είμαι κουρασμένος απ’ αυτό το δίχως βλέφαρο Μάτι
που έρχεται και με κοιτάζει, του φωτός Θεέ!

Όλος, όλος ο κόσμος γίνεται θάμπωμα νεκρό,
Θεέ! Θεέ! κι εγώ, από πληγή φρικώδη χτυπημένος,
ζαρώνω στις γωνιές τις μαύρες και να σαλέψω δεν τολμώ.

Έχω κουραστεί απ’ το κακό μου δράμα.
Εάν δεν είσαι πτώμα νεκρό στον ουρανό σου,
στον απεχθή μου στάβλο στείλε κάτω το Θάνατο!

MAD SONNET
Lo, in the night I cry out, in the night,
God! and my voice shall howl into the sky!
I am weary of seeing shapeless things that fly,
And flap into my face in their vile flight;

I am weary of dead things that crowd into my sight,
I am weary of hearing horrible corpses that cry,
God! I am weary of that lidless Eye
That comes and stares at me, O God of light!

All, all the world is become a dead blur,
God! God! and I, stricken with hideous blight,
Crouch in the black corners, and I dare not stir.

I am aweary of my evil plight.
If thou art not a dead corpse in thy sky,
Send thou down Death into my loathed sty!

Ο David Park Barnitz (1878-1901) στη σύντομη ζωή του υπήρξε ποιητής, δοκιμιογράφος και ανατολιστής. Συνέγραψε ένα και μοναδικό ποιητικό έργο, μια συλλογή 60 περίπου ποιημάτων με τον τίτλο The Book of  Jade, Το Βιβλίο του Ίασπη, το οποίο εκδόθηκε στις αρχές του 1901. Λίγο αργότερα ο ποιητής πέθανε, από προβλήματα καρδιάς όπως αναφέρει η νεκρολογία του, είτε αυτοκτονώντας, όπως ανέφεραν οι έντονες φήμες. Το έργο του χαρακτηρίζεται από μια παρακμιακή διάθεση, μηδενιστικό πνεύμα και έναν σχεδόν αρρωστημένο ρομαντισμό, μια μακάβρια αγάπη προς όλες τις όψεις του θανάτου, αλλά συνάμα και από ένα κυνικό, σαρκαστικό ακόμη και αθεϊστικό πνεύμα. Το έργο του πιθανότατα θα παρέμενε εντελώς αγνοημένο, αν δεν ενδιαφερόταν γι’ αυτό ο Λάβκραφτ. Στα νεότερα χρόνια έχουμε και αρκετές επανεκδόσεις του έργου του με σημαντικότερη των David E. Schultz και Michael J. Abolafia, Hippocampus Press, NY, 2015.

[© ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΓΓΛΙΚΑ: Σταύρος Γκιργκένης]

Σχόλια