Αλιάκμων, Λουδίας, Όλγανος, Βαφύρας, Συς: πώς πήραν τα ονόματά τους πέντε μακεδονικοί ποταμοί


Αλιάκμονας
Πηγάζοντας από την περιοχή της αρχαίας Ορεστίδας στο σημερινό όρος Γράμμος, ο Αλιάκμονας ακολουθεί μια πορεία προς τα ανατολικά και διασχίζει μεγάλο μέρος της λεγόμενης Άνω Μακεδονίας, βασικά τα βασίλεια των Ορεστών και Ελιμιωτών, πριν απλωθεί στην κεντρική μακεδονική πεδιάδα και χυθεί στον Θερμαϊκό Κόλπο. Η μεγάλη σημασία του ποταμού για τους τόπους που διαρρέει αποδεικνύεται από την πληθώρα των οικισμών που αναπτύχθηκαν στις όχθες του ήδη από την Νεολιθική Εποχή, στους δρόμους που παρακολουθούσαν την πορεία του μέσα από τα βουνά, στις αρδευόμενες, εύφορες και συχνά υπήνεμες κοιλάδες που δημιουργούσε στο πέρασμά του. Ήδη στις αρχές του 7ου αι. ο Ησίοδος (Θεογ. 341) συγκαταλέγει ανάμεσα στους 3000 ποταμούς της γης που θεωρεί γιους του αρχέγονου θεϊκού ζεύγους, του Ωκεανού και της Τηθύος, και τον Αλιάκμονα (μαζί με τους κοντινούς Στρυμόνα και Νέστο). Παρά όμως την αυταπόδεικτη σημασία του για τους Μακεδόνες και το γεγονός ότι είναι ο μόνος εξαρχής μακεδονικός ποταμός, ο Αλιάκμονας απουσιάζει από τους γενεαλογικούς μύθους των Μακεδόνων, αλλά και τους μύθους γενικότερα. Μόνο στον ιδρυτικό μύθο της μακεδονικής δυναστείας των Τημενιδών εμφανίζεται, αν και ρητά δεν ονοματίζεται, να παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο. Είναι, όπως θα δούμε στην σχετική ενότητα, ο ποτάμιος θεός στον οποίο οι Μακεδόνες βασιλείς θυσιάζουν τιμώντας τον ως σωτήρα. Ουσιαστικά στην ηροδότεια αφήγηση[1] που εξιστορεί την κατάκτηση της εξουσίας από τον Περδίκκα ο ποταμός κατέχει τον ρόλο του βοηθού των Τημενιδών και του αποστολέα σε μια νέα γη που θα αποτελέσει τον πυρήνα του βασιλείου. Ο Αλιάκμονας εξάλλου αναφέρεται ως τοπογραφικό σημείο στον χρησμό που δόθηκε στον Τημενίδη Κάρανο για τον τόπο εγκατάστασής του στην Μακεδονία.
Παρακάτω θα ασχοληθούμε με δύο περιπτώσεις στις οποίες το όνομα του Αλιάκμονα εμφανίζεται στην συλλογή αιτιολογικών μύθων για ποταμούς που αποδόθηκε λαθεμένα στον Πλούταρχο. Η πρώτη[2] εντάσσεται γενικότερα στην διήγηση για τον ποταμό του Άργους Ίναχο. Ο ποταμός ονομαζόταν αρχικά Καρμάνωρ. Σ’ αυτόν έπεσε μέσα στην τρέλα του ο Τιρύνθιος Αλιάκμων, βοσκός στην γύρω περιοχή, καθώς τιμωρήθηκε, επειδή άθελά του παρακολούθησε την ένωση του Δία και της Ήρας. Τότε ο ποταμός πήρε το όνομα Αλιάκμων. Αργότερα όμως ο τοπικός βασιλιάς της Αργολίδας Ίναχος τρελάθηκε κι αυτός από μια Ερινύα και κατέληξε επίσης να πνιγεί στο ποτάμι που πλέον ονομάστηκε Ίναχος. Απώτερη πηγή των παραπάνω φέρεται να είναι ο Τιμόθεος που έγραψε μια ιστορία της Αργολίδας και ο Αγάθων ο Σάμιος. Διαπιστώνουμε βέβαια το μυθολογικό σχήμα «ένας θνητός (τρελαίνεται και) πέφτει στο ποτάμι που έκτοτε παίρνει το όνομά του», σχήμα που είναι όψιμο και κατ’ επίδραση ορθολογιστικών ερμηνειών. Για την εποχή που γράφηκε το έργο ή χρονολογούνται οι πηγές του αυτό είναι μάλλον αναμενόμενο. Ωστόσο, εντύπωση προκαλεί η επιλογή του ονόματος Αλιάκμων για την προγενέστερη ονομασία του Ινάχου, που - σημειωτέον - είναι απόλυτα ταυτισμένος με την Αργολίδα και την γενεαλογία της. Η επιλογή αυτή δεν μπορεί να δικαιολογηθεί με κανένα τρόπο από τα εσωτερικά στοιχεία του μύθου. Το όνομα του Αλιάκμονα παραπέμπει οπωσδήποτε στον γνωστό από τα αρχαϊκά ακόμη χρόνια μακεδονικό ποταμό. Δεδομένης λοιπόν της σχετικά όψιμης χρονολόγησης των πιθανών πηγών του μύθου, φαίνεται αρκετά πιθανό ότι η επιλογή του ονόματος αναγνωρίζει ή και σχετίζεται πιο άμεσα με την αξίωση της μακεδονικής δυναστείας των Τημενιδών να έλκει την καταγωγή της από το Άργος· την ίδια απαίτηση είχαν στα κατοπινά χρόνια και οι Αντιγονίδες της Μακεδονίας που ανέπτυξαν στενές σχέσεις με την πόλη του Άργους.

Στην συνέχεια θα εξετάσουμε την μυθολογική σύζευξη του Αλιάκμονα με τον άλλο μεγάλο ποταμό της ευρύτερης περιοχής, τον Στρυμόνα. Και πάλι η διήγηση στην οποία θα στηριχτούμε προέρχεται από τον (Ψευδο-)Πλούταρχο· πηγή του μύθου θα μπορούσε να είναι ο Ιάσων από το Βυζάντιο, αν σ’ αυτόν μπορούμε να αποδώσουμε ολόκληρη την διήγηση κι όχι μόνο το αιτιολογικό επιμύθιο για τον παυσίλυπο βράχο στις όχθες του Στρυμόνα.[3] Οι δύο ποταμοί Αλιάκμων και Στρυμών συσχετίζονται μεταξύ τους σε μια κοινή ιστορία που επιχειρεί να εξηγήσει την προέλευση της ονομασίας του Στρυμόνα στο τέλος μιας διαδικασίας διαδοχικών θανάτων μέσα στον ποταμό και αντιστοίχων μετονομασιών που οδηγεί στην παρούσα (δηλαδή των χρόνων του αφηγητή). Η αρχική λοιπόν ονομασία του Στρυμόνα ήταν Κόνοζος. Ένας τοπικός βασιλιάς, γιος του Ποσειδώνα, ο Παλαιστίνος, θλιμμένος καθώς ήταν για τον χαμό του γιου του Αλιάκμονα στην μάχη, έπεσε μέσα στα νερά του Κονόζου και του έδωσε έκτοτε το όνομά του. Αργότερα πάλι, ένας άλλος τοπικός βασιλιάς, ο Στρυμόνας, γιος του θεού Άρη και της Ηλίκης, θα επαναλάβει το ίδιο επίσης λόγω του πόνου του για τον χαμό του γιου του Ρήσου στην μάχη. Κατά θαυμαστό δε τρόπο μέσα στον ποταμό αυτόν της συμφοράς δημιουργήθηκε ένας παυσίλυπος βράχος, τον οποίο αν κάποιος βρει, απαλλάσσεται αμέσως από την θλίψη και το ψυχικό άγος.
Δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε την σαφέστατη συμμετρικότητα που διέπει ολόκληρη την μυθική αυτή διήγηση στα δύο της τμήματα. Ουσιαστικά έχουμε δύο τοπικούς βασιλιάδες, γόνους θεών του Ολύμπου, που στέλνουν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Ακούγοντας την είδηση του θανάτου τους εκεί, οι βασιλιάδες τρελαίνονται από την θλίψη και πέφτουν σε ένα ποτάμι που παίρνει το όνομά τους. Σημειωτέον ότι και οι δύο βασιλόπαιδες, Αλιάκμων και Ρήσος, γίνονται επώνυμοι ποταμών στον τόπο όπου σκοτώνονται. Ο μύθος δηλαδή διαρθρώνεται και πάλι βάσει του μυθοποιητικού σχήματος, σύμφωνα με το οποίο οι ποταμοί λαμβάνουν το όνομά τους από έναν θνητό που πνίγεται μέσα σ’ αυτούς. Η επίδραση του ευημερισμού στην μυθοποιητική αυτή διαδικασία είναι φανερή. Οι ποταμοί αποβάλλουν την θεϊκή τους φύση, υποβιβάζονται σε θνητούς βασιλιάδες, ο θάνατος των οποίων μέσα στα ποτάμια αυτά είναι αρκετός για να τους αλλάξει το όνομα. Τέτοιοι μύθοι σώζονται συνήθως σε ύστερες, ελληνιστικές και ρωμαϊκές πηγές, γεγονός που μας προσφέρει μια χρονολογική ένδειξη για την δημιουργία της μυθικής αυτής διήγησης.
Σημασία έχει ότι στον μύθο δεν εμπλέκονται καθόλου αρχαϊκά αποικιακά στοιχεία που θα περιμέναμε να δικαιολογούν ή τουλάχιστον να φανερώνουν την παρουσία των αποίκων. Τόσο οι θεοί που συμμετέχουν στον μύθο, ο Ποσειδώνας και ο Άρης, όσο και οι ποταμοί που ονοματίζονται με τον συγκεκριμένο τρόπο συνδέονται πολύ στενά με τις έννοιες της εντοπιότητας, της παλαιότητας στον συγκεκριμένο χώρο, της ιθαγένειας. Δεν αποκλείεται μάλιστα μέσω της αναλογικής συσχέτισης των ποταμών Στρυμόνα και Αλιάκμονα πιθανώς να συνδηλώνεται η σύζευξη των περιοχών που διαρρέουν οι δύο μεγάλοι αυτοί ποταμοί, με την προτεραιότητα (χρονική και γενεαλογική) να δίνεται ασφαλώς στον Αλιάκμονα και την χώρα που αυτός εκπροσωπεί. Μια τέτοια αντίληψη θα ήταν δυνατόν να σχετίζεται με την παρουσία των Μακεδόνων στην παραστρυμόνια περιοχή. Χωρίς να διαβλέπουμε στην διήγηση αυτή συγκεκριμένη πολιτική σκοπιμότητα, ο μύθος άλλωστε δεν είναι ούτε τόσο κραυγαλέα διάφανος ούτε και ιδιαίτερα διαδεδομένος, για να θεωρηθεί προπαγανδιστικός, ωστόσο είναι πιθανόν ότι εκφράζει μια κατάσταση που διαμορφώθηκε μετά την αποκρυστάλλωση των συνόρων της Μακεδονίας ανατολικά του Στρυμόνα.

Λουδίας
Σαφώς ένας σημαντικός ποταμός που δεσπόζει στην κεντρική μακεδονική πεδιάδα είναι ο Λουδίας τόσο λόγω της ποσότητας των υδάτων που κατεβάζει όσο και γιατί ήδη από νωρίς (τουλάχιστον από τον 6ο αι. π.Χ.) αποτελούσε έναν καθαρά μακεδονικό ποταμό. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι η κοινή κοίτη του με τον Αλιάκμονα διαμόρφωνε το όριο ανάμεσα στην Μακεδονίδα και την Βοττηίδα γη, μια πληροφορία που πιθανώς αντικατοπτρίζει μια κατάσταση των πρώιμων αρχαϊκών χρόνων.[4] Ο Λουδίας στον άνω ρου του ταυτίζεται με τον σημερινό Άνω Λουδία ή Μογλενίτσα ποταμό, η πεδινή όμως κοίτη του φαίνεται πως άλλαξε πολλές φορές μέσα στην αρχαιότητα, καθώς από την Ύστερη Εποχή Χαλκού ο ποταμός εξέβαλλε σε μια αβαθή λίμνη.
Δεν γνωρίζουμε γενεαλογικές πληροφορίες για τον Λουδία, που στις πηγές απαντά συχνά και με το όνομα Λυδίας και Λοιδίας ή Ροιδίας. Άλλωστε, οι περισσότερες αναφορές στον ποταμό γίνονται σε ιστορικά ή γεωγραφικά κείμενα που ελάχιστο ενδιαφέρον δείχνουν για μυθολογικά στοιχεία. Μνεία για τον Λουδία μέσα σε ένα μυθολογικό πλαίσιο κάνει μόνον ο Ευριπίδης στο έργο Βάκχαι, όπου στους στίχους 571 κ.εξ. σαφέστατα προσωποποιεί τον ποταμό αποκαλώντας τον όλβοδόταν πατέρα, που λιπαίνει την Μακεδονία, χώρα με τα όμορφα άλογα (ειππον). Εδώ ο ποιητής τοποθετεί τον Λουδία αμέσως μετά τον Αξιό και πριν την Πιερία, σε μια παραθαλάσσια (προφανώς) διαδρομή του Διονύσου που μαζί με την βακχική συνοδεία του κατεβαίνει με γλέντια και χορούς, προερχόμενος από την Μ. Ασία και την Θράκη. Ο Λουδίας δηλαδή χρησιμοποιείται ως τοπογραφικός προσδιορισμός της πορείας του θεού. Παράλληλα όμως εξαίρεται η συμβολή του στην ευημερία της περιοχής. Σε μια τέτοια περίπτωση η αναφορά του Ευριπίδη ίσως υποκρύπτει την απόδοση θεϊκών τιμών στον Λουδία, κάτι όμως για το οποίο δεν έχουμε καθόλου πληροφορίες από άλλες πηγές. Επίσης δεν αποκλείεται η σημαντική αυτή αναφορά στον μακεδονικό ποταμό να συνδέεται με την πρόσφατη ή επικείμενη γύρω στα 408 π.Χ. μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους από τον Αρχέλαο στην Πέλλα, δίπλα στην λίμνη του Λουδία, ή και με την παρετυμολογική σύνδεση του ποταμού με την χώρα της Λυδίας, από την οποία προέρχονταν οι γυναίκες του χορού στο έργο.

Όλγανος
Ο αμέσως δυτικότερος και γειτονικός του Λουδία ποταμός που εντάσσεται μέσα σε ένα μυθολογικό πλαίσιο είναι ο Όλγανος. Γι’ αυτόν γίνεται αναφορά στα Μακεδονικά του Θεαγένη, ενός Μακεδόνα συγγραφέα που πιθανώς έδρασε στον 2ο αι. π.Χ. Συγκεκριμένα, λέγεται ότι ο γιος του Μακεδόνα Βέρης είχε δύο κόρες, την Βέροια και την Μίεζα, κι έναν γιο, τον Όλγανο. Από τα παιδιά του, οι θυγατέρες έδωσαν το όνομά τους στις αντίστοιχες πόλεις του Βερμίου, ο Όλγανος πάλι ταυτίζεται με τον σημερινό ποταμό Αράπιτσα της Νάουσας και όριζε με τον ρου του την αρχαία πόλη της Μίεζας. Δεδομένου ότι ο Θεαγένης θεωρεί τον Βέρητα και τα παιδιά του θνητούς, είναι πολύ πιθανόν ότι ο Όλγανος έδωσε το όνομά του στον ποταμό με έναν από τους δύο μυθολογικά παραδεκτούς τρόπους: είτε έπεσε μέσα σ’ αυτόν είτε μεταμορφώθηκε σε ποτάμιο θεό. Δυστυχώς καμιά άλλη πληροφορία πλην της «στεγνής» αυτής γενεαλογίας δεν διαθέτουμε.
Την σημασία της μυθολογικής μορφής του Ολγάνου για τους κατοίκους της περιοχής πιστοποιεί η ανεύρεση μιας προτομής του ποτάμιου θεού πολύ κοντά στις όχθες του, στο χωριό Κοπανός της Νάουσας. Σήμερα υποδέχεται τον επισκέπτη στον προθάλαμο του μουσείου της Βέροιας. Ο ποτάμιος θεός εικονίζεται ως νέος, με μακριά κυματιστά μαλλιά, καθώς γέρνει προς τα αριστερά, στρέφοντας ελαφρά το κεφάλι του. Οι σαφείς οφειλές στην εικονογραφία του Αντινόου και η εκτεταμένη χρήση του τρυπανιού στην κόμη και στα μάτια (ίριδα) χρονολογούν το έργο μετά τα μέσα του 2ου αι. μ.Χ. (αν όχι στην πρώιμη περίοδο των Σεβήρων).
         Ο Όλγανος είναι ο μοναδικός ποταμός της Μακεδονίας που συνδέεται με τον επώνυμο ήρωα των Μακεδόνων, ο μοναδικός, με άλλα λόγια, που έχει τόσο αυστηρά μακεδονικά «διαπιστευτήρια». Όπως θα δούμε και στο σχετικό κεφάλαιο της μακεδονικής γενεαλογίας, η διαπίστωση αυτή μπορεί μόνο να σχετίζεται με το γεγονός ότι η Ημαθία στην οποία ρέει ο ποταμός, αλλά και οι πόλεις Μίεζα και Βέροια, με τις οποίες γειτνιάζει και συνδέεται μυθολογικά, αποτελούσαν παμπάλαιες μακεδονικές κτήσεις. Και για να μιλήσουμε με όρους του Θουκυδίδη, η περιοχή της Ημαθίας είναι η δεύτερη χώρα, μετά την Πιερία, που κατέκτησαν οι βασιλείς των Μακεδόνων διώχνοντας από δω τους παλιούς κατοίκους, τους Βοττιαίους.[5] Οι Μακεδόνες στις παρυφές του Βερμίου μπορούσαν να διεκδικήσουν μυθολογικά ακόμη και τα στοιχεία του τοπίου και είναι ενδιαφέρον ότι αυτή είναι μια από τις ελάχιστες περιπτώσεις που επιλέγουν να το κάνουν. Δεν είναι εξάλλου συμπτωματικό ότι το όνομα Όλγανος μπορεί να ετυμολογηθεί καλά, έχοντας υπόψη τα βασικά χαρακτηριστικά της μακεδονικής διαλέκτου. Δηλαδή, μοιάζει να προέρχεται από την ρίζα λκ- (λκ-), ο χαρακτήρας της οποίας τρέπεται στην μακεδονική σε -γ. Όλγανος λοιπόν είναι το ορμητικό ποτάμι που κατεβάζει πολλά φερτά υλικά, έλκει λάσπες και χώματα. Και πράγματι, ακόμη και σήμερα, τους μήνες που στο Βέρμιο λιώνουν τα χιόνια, το νερό του ποταμού ξεπηδά μέσα από την ίδια την πηγή του θολό, λασπωμένο, σχεδόν μαύρο· γι’ αυτό και στις μέρες μας πια το ποτάμι αποκαλείται από τους Ναουσαίους Αράπιτσα. 

Οι ποταμοί της Πιερίας Βαφύρας και Συς 

Οι δύο επόμενοι ποταμοί, ο Βαφύρας και ο Συς, πηγάζουν από τον Όλυμπο και εμπλέκονται στον μύθο του Ορφέα.[6] Για τον Βαφύρα ο Παυσανίας παραδίδει έναν τοπικό αιτιολογικό μύθο που επιχωρίαζε στο Δίον. Σύμφωνα μ’ αυτόν οι γυναίκες που σκότωσαν τον Ορφέα επιχείρησαν να ξεβγάλουν τα ματωμένα τους χέρια στο παρακείμενο ποτάμι που ονομάζεται Ελικών. Ο ποταμός όμως δεν θέλησε να βαφτεί με το αίμα του Ορφέα και εξαφανίστηκε κάτω από την επιφάνεια της γης. Περίπου μετά από 22 στάδια εμφανίστηκε και πάλι με το όνομα πια Βαφύρας. Από την άλλη, ο Συς είναι ο ορμητικός σαν αγριογούρουνο χείμαρρος που σε μια βραδιά κατέστρεψε πλημμυρίζοντας το αρχαίο κέντρο της ορφικής λατρείας, τα Λείβηθρα. Και πάλι ο Παυσανίας παραδίδει μια ιστορία, όπως ήταν γνωστή στην Λάρισα: στα Λείβηθρα βρισκόταν το μνημούρι του Ορφέα, ένας κίονας με οστεοδόχο θήκη. Χρησμός από το μαντείο του Διονύσου στην Θράκη προειδοποιούσε τους Λειβηθρίους ότι, αν το φως του ήλιου χαϊδέψει τα οστά του Ορφέα, τότε η πόλη τους θα καταστραφεί από ένα αγριογούρουνο (πό συός πολεσθαι). Και βέβαια οι κάτοικοι των Λειβήθρων δεν εξέλαβαν σοβαρά την προειδοποίηση. Κάποτε λοιπόν ένας ντόπιος βοσκός αποκοιμήθηκε στο μνήμα του Ορφέα και άρχισε κοιμώμενος να τραγουδά και να απαγγέλλει ποιήματα του Ορφέα. Γρήγορα άρχισαν να συνωστίζονται γύρω του συνεπαρμένοι βοσκοί και αγρότες· σπρώχνοντας ο ένας τον άλλον, για να ακούσουν την γλυκιά μελωδία καλύτερα, έριξαν κάτω τον κίονα και την θήκη. Ο ήλιος είδε τελικά τα οστά του Ορφέα και το βράδυ ο θεός (ο Δίας ή μάλλον ο Διόνυσος) προκάλεσε μεγάλη νεροποντή στο βουνό. Τα νερά κατέληξαν στον χείμαρρο Συ που πλημμυρίζοντας κατέστρεψε την πόλη
Κανένας από τους δύο αυτούς μύθους του Ολύμπου δεν αποδόθηκε εικονογραφικά. Στο μουσείο του Δίου όμως εκτίθεται η μαρμάρινη κεφαλή κάποιας θεότητας, που χρονολογείται στα αυτοκρατορικά χρόνια, στο τέλος του 2ου ή στις αρχές του 3ου π.Χ. Φέρει τειχόμορφο στέμμα, ένα σύμβολο που συνήθως συναντούμε σε προστάτιδες θεότητες ή στην Τύχη των πόλεων. Ο Μπακαλάκης με αρκετά πειστικά επιχειρήματα ταύτισε το κεφάλι αυτό με τον τοπικό ποτάμιο θεό Βαφύρα, που εδώ παριστάνεται ως προστάτης του Δίου, όπως συμβαίνει και με άλλα ποτάμια σε ρωμαϊκές πόλεις. Πράγματι, για το Δίον ο Βαφύρας υπήρξε ένας θεός ευεργέτης, που έπρεπε όμως σταθερά να εξευμενίζεται, γιατί στο ποτάμι μπορούσαν να αναπλεύσουν καράβια από τον Θερμαϊκό Κόλπο, καθιστώντας έτσι εύκολη την μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών από τα μακρινά μέρη· από την άλλη, καθώς δείχνει συχνά και η σύγχρονη εμπειρία από τον χώρο, ο Βαφύρας θα μπορούσε μέσα σε λίγο χρόνο να κατεβάσει τόσο νερό από το βουνό, ώστε να πλημμυρίσει τον τόπο για πολλούς μήνες. Θα μπορούσε όμως ο προστατευτικός ρόλος του Βαφύρα να αναγνωστεί και πιο πρακτικά. Μετά την ανοικοδόμηση της πόλης επί Κασσάνδρου ο ρους του ποταμού αναπροσαρμόστηκε με διάφορα τεχνικά έργα προκειμένου να διέρχεται μπροστά από τα ανατολικά τείχη της πόλης, ώστε να αποτελέσει μέρος του αμυντικού συστήματος του Δίου, ενώ η διευθέτηση της κοίτης απέβλεπε και στην καλύτερη προστασία από τις πλημμύρες.

[ΠΗΓΗ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΜΑΛΛΙΟΣ, ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΑ: Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΗΣ ΑΡΧΑΙΑΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣΔιδακτορική Διατριβή Α.Π.Θ., 2011, 72-79]





[1]   Ηρόδοτος 8.137-9.
[2]   [Πλούτ.], Περί Ποτ 18.1.
[3]   [Πλούτ.], Περί Ποτ. 11.1.
[4]   Ηρόδ. 7.125.
[5]   Θουκ. 2.99.
[6]   Παυσ. 9.30.8 κ.εξ.

Σχόλια