Αεί, αιών, ο υγιής και μια άρνηση. Οι ετυμολογίες των λέξεων.


Η λέξη ὁ αἰών, τοῦ αἰῶνος είχε την αρχική σημασία «χρόνος ζωής» και, μέσω μιας επέκτασης του νοήματος «για μια ζωή, ισόβια», κατέληξε να σημαίνει κάθε μακρά περίοδο χρόνου και στο τέλος απέκτησε την έννοια της αιωνιότητας. Για να εξηγήσουμε τη λέξη και μια σειρά από άλλες που συνδέονται μ’ αυτήν πρέπει να υποθέσουμε μια πρωτοελληνική ρίζα *aiw- που θα σήμαινε «περίοδος ζωής ή ευζωία». Από τη βασική αυτή μορφή προέρχονται οι αιολικοί και αρκαδικοί επιρρηματικοί τύποι αἶι και ἄι < aiw-i (= ἀεί, για πάντα).[1] Με μια συνηθισμένη στην Ελληνική γλώσσα ρινική (ν) επέκταση της ρίζας προέκυψε το ουσιαστικό aiw-o-n (πβ. λ.χ. λειμών, λειμῶνος) και με την απώλεια του μεσοφωνηεντικού -w- ( =δίγαμμα) η τελική λέξη αἰών. Την ίδια ρινική επέκταση παρουσιάζει το επίρρημα αἰέν (πβ. την περίφημη ομηρική φράση αίέν ἀριστεύειν), το οποίο στην πραγματικότητα αντιπροσωπεύει την αρχαία τοπική πτώση (aiw-e-n) της λέξης αίών που διατηρήθηκε ως λεκτικό λείψανο.
            Παράλληλα, όμως, με την ρινική επέκταση δημιουργήθηκε και ένα σιγμόληκτο θέμα που διατηρείται στον δωρικό τύπο αἰές / ἀές (<aiw-e-s, αρχαία ακατάληκτη τοπική). Ο τύπος αἰεί αντιπροσωπεύει αρχαία τοπική με κατάληξη (aiw-e-si) και διατηρεί ακόμη το δίγαμμα σε διαλέκτους της 1ης χιλιετίας, όπως η κυπριακή, η λοκρική και η φωκική. Στην αττική απλοποιήθηκε σε ἀεί. Μια αρχαία οργανική διατηρείται ως επίρρημα στον τύπο αίή από τον Τάραντα, ενώ μια αιτιατική στον τύπο τὀν αἰῶ (<αἰwόσα > αἰwόha> αἰόα > αἰῶ) παράλληλα προς τον «ομαλό» τύπο τὀν αἰῶνα.
            Από τη μηδενική βαθμίδα της ρίζας aiw- δημιουργήθηκε ρίζα iw- που έδωσε μέσω iu-/yu- το απλοποιημένο υ-. Στο κυπριακό διαλεκτικό τύπο υwαις, «για πάντα», πρέπει να δούμε σύνθετη λέξη που συνδυάζει μια μορφή της μηδενικής βαθμίδας υw- σε συνδυασμό με τη μορφή aiwi (βλέπε πρώτη παράγραφο) ενισχυμένη με ένα επιρρηματικό -ς στο τέλος (*uw-aiwi-s). Η μηδενική βαθμίδα με την απλοποιημένη μορφή υ- αποτελεί το πρώτο συνθετικό της λέξης ὑγιής, όπου το δεύτερο συνθετικό είναι η ρίζα *gwih- που σημαίνει «ζωή» και επιβιώνει ως βίος (*gwihos) στη μεταγενέστερη Ελληνική.[2] Δηλαδή η αρχική μορφή της λέξης ήταν *u-gwih-es και θα σήμαινε «αυτός που ζει για πάντα» και με αδυνάτισμα της σημασίας «υγιής».
            Η μεγάλη έκπληξη σε συγχρονικό επίπεδο είναι ότι η ίδια ρίζα που είδαμε ως τώρα κρύβεται και πίσω από μια λέξη που δεν θα το περιμέναμε, το αρνητικό μόριο οὐ! Στην Αρχαία Ελληνική του οὐ δηλώνει μια άρνηση σε αντικειμενικό επίπεδο (γι’ αυτό χρησιμεύει κυρίως στην οριστική έγκλιση. Πβ. στη Νέα Ελληνική δεν θα βρέξει), ενώ το μή μια άρνηση σε υποκειμενικό επίπεδο (λ.χ. υποτακτική. Πβ. ας μη βρέξει). Το οὐ λοιπόν προήλθε από την ετεροιωμένη σε /ο/ μορφή της ίδιας ρίζας *oiw /oiu / oyu / ou και η αρχική αρνητική του σημασία πρέπει να ήταν ιδιαίτερα έντονη («ποτέ όσο ζω, ή στον αιώνα τον άπαντα δεν θα γίνει» ή κάτι παρόμοιο), αλλά εξασθένησε με την πολλή χρήση και τη σύντμηση της λέξης που έκανε αδιαφανή την ετυμολογική της προέλευση. Η παραλλαγή οὐκί έχει ως δεύτερο συνθετικό την αόριστη αντωνυμία kwis/kwid που έδωσε το τίς/τί (<*τἰδ = κάποιος, κάτι),[3] ενώ το οὐχί έχει ως δεύτερο συνθετικό ένα επιτατικό μόριο που ξαναβρίσκουμε και στο ναίχι. Οι μορφές οὐκ και οὐχ είναι συντομευμένοι τύποι των προηγούμενων. Για σύνθετα βλέπε επίσης οὐδἐ, οὐδέ εἷς > οὐδείς, οὔτε (ήδη στη μυκηναϊκή ως οὔkwε).



[1] Μερικές φορές έχουν ένα πρόσθετο -ν στο τέλος που ενισχύει την επιρρηματική σημασία. Πβ. νυ και νῦν.
[2] Από παραλλαγές *gweih- / *gwieh- (= πλήρεις βαθμίδες) και με άλλες φωνητικές εξελίξεις και ετεροιώσεις προκύπτει η ομάδα των λέξεων ζωή, ζώω, ζήω >ζῶ, ζώϊον > ζῷον, ζωός κ.ά. Αυτό εξηγεί και το γεγονός ότι υπάρχουν ταυτόχρονα τα ρήματα βιόω/βιῶ και ζήω/ζῶ και ότι ο μέλλων του βιῶ είναι και βιώσομαι, αλλά και ο ανώμαλος σε συγχρονικό επίπεδο τύπος ζήσομαι.
[3] Για την αρχική ύπαρξη του τελικού -d στο ουδέτερο qwid βλέπε το σύνθετο οὐ-τιδ-ανός (=τιποτένιος), όπου διατηρήθηκε, επειδή βρέθηκε στη μέση της λέξης και όχι στο τέλος, όπως με το τίδ > τί.

Σχόλια