Η μυστηριώδης επιγραφή που βρέθηκε από τον Αγησίλαο στον τάφο της Αλκμήνης στη Θήβα



[Το χωρίο που μεταφράζεται παρακάτω προέρχεται από το Περί του Σωκράτους δαιμονίου του Πλουτάρχου. Όλα τα πρόσωπα που μιλούν είναι πρωταγωνιστές ενός φιλοσοφικού διαλόγου για τη φύση του δαιμονίου του Σωκράτη. Ο διάλογος εξελίσσεται στην Θήβα υπό σπαρτιατική κατοχή. Το θέμα του συγκεκριμένου χωρίου είναι η μετάφραση μιας πανάρχαιας επιγραφής με παράξενα γράμματα που βρέθηκε στον τάφο της Αλκμήνης, μητέρας του Ηρακλή]


Και ο Θεόκριτος είπε: «Πάνω στην ώρα ήρθες (Φειδόλαε) και σαν να το έκανες επίτηδες. Γιατί επιθυμούσα να μάθω ποια ήταν τα ευρήματα και στο σύνολό της η μορφή του τάφου της Αλκμήνης που ανοίχτηκε στα μέρη σας, αν βέβαια κι ο ίδιος ήσουν παρών τότε που ο Αγησίλαος έστειλε ανθρώπους να μεταφέρει τα λείψανα στη Σπάρτη». Και ο Φειδόλαος είπε: «Όχι, δεν έτυχε να παραβρίσκομαι. Και μολονότι δυσανασχετούσα και αγανακτούσα πολύ με τους συμπολίτες μου (για την προσβολή του Αγησίλαου), εκείνοι με άφησαν αβοήθητο. Βρέθηκε, λοιπόν, μέσα στο μνήμα ένα λιθάρι αντί για το πτώμα της Αλκμήνης[1] και βραχιόλι χάλκινο, όχι μεγάλο, και δυο αμφορείς πήλινοι, οι οποίοι είχαν μέσα τους χώμα απολιθωμένο πια απ’ το χρόνο και συμπαγές. Μπροστά απ’ το μνήμα κειτόταν χάλκινος πίνακας που είχε πάνω του γράμματα πολλά και ασυνήθιστα λόγω της μεγάλης τους παλαιότητας. Δεν ήταν δυνατό να προκύψει κάποια γνώση απ’ αυτά, μολονότι φάνηκαν καθαρά, όταν πλύθηκε ο χαλκός, αλλά ο τύπος των χαρακτήρων ήταν ιδιόμορφος και βαρβαρικός, ομοιότατος με τους αιγυπτιακούς. Γι’ αυτό και ο Αγησίλαος, καθώς είπαν, έστειλε αντίγραφά τους στο βασιλιά (των Αιγυπτίων),[2] με την παράκληση να τα δείξει στους ιερείς, μήπως και τα κατανοήσουν. Όμως γι’ αυτά ίσως να έχει να μας διηγηθεί κάτι και ο Σιμμίας, αφού εκείνη την εποχή συναναστρεφόταν πολύ με τους ιερείς στην Αίγυπτο χάριν της φιλοσοφίας. Οι Αλιάρτιοι, πάντως, νομίζουν ότι η μεγάλη αφορία και το ξεχείλισμα της λίμνης τους[3] δεν έγιναν τυχαία, αλλά πως τους προέκυψαν ως αποτέλεσμα θεϊκής οργής για τον τάφο, επειδή δηλαδή ανέχτηκαν να ανασκαφεί.» Ο Θεόκριτος μετά από ένα μικρό διάλειμμα είπε: «Αλλά ακόμη και με τους ίδιους τους Λακεδαιμόνιους φαίνεται ότι έχει οργιστεί το θείο, όπως προαγγέλλουν τα σημεία, για τα οποία μόλις πριν από λίγο με συμβουλεύτηκε ο Λυσανορίδας. Και τώρα θα αναχωρήσει για την Αλίαρτο, για να επιχώσει και πάλι το μνήμα και να κάνει χοές στην Αλκμήνη και τον Άλεο σύμφωνα με έναν χρησμό, αν και αγνοεί ποιος ήταν ο Άλεος»[4]
      [Μιλά ο Φειδόλαος] «…τώρα δα όμως Σιμμία, για τα γράμματα για τα οποία πριν από λίγο απορούσαμε, αν ξέρεις κάτι περισσότερο να το ανακοινώσεις και σε μας. Γιατί λέγεται ότι οι ιερείς στην Αίγυπτο ερμήνευσαν τα γράμματα του πίνακα που έλαβε από μας ο Αγησίλαος απογυμνώνοντας τον τάφο της Αλκμήνης». Και ο Σιμμίας ευθύς αναθυμή­θηκε και είπε: «Δε γνωρίζω τούτο τον πίνακα, Φειδόλαε. Έφτασε, όμως, κομίζοντας εκ μέρους του Αγησίλαου μια μακρά επιγραφή, ο Αγητορίδας ο Σπαρτιάτης[5] στη Μέμφιδα, στον προφήτη Χόνουφη, με τον οποίο κάνοντας πολλές φιλοσοφικές συζητήσεις περνούσαμε τότε τον καιρό μας εγώ, ο Πλάτων και ο Ελλοπίων ο Πεπαρήθιος.[6]  Εί­χε έρθει, λοιπόν, σταλμένος από το βασιλιά Αγησίλαο, ο οποίος παρήγγειλε στο Χόνουφη, αν ερμηνεύσει κάτι απ’ τα γραμμένα, να το μεταφράσει και να το αποστείλει τα­χέως στον ίδιο. Κι ο Χόνουφης, αφού μελέτησε για τρεις μέρες κάθε είδους γράμματα από αρχαία βιβλία, απάντη­σε γραπτώς στο βασιλιά και εξήγησε και σε μας ότι τα γράμματα προτρέπουν να τελεστούν αγώνες προς τι­μήν των Μουσών. Είπε ότι οι τύποι των γραμμάτων ανήκουν στη γραφή της εποχής που βασίλευε ο Πρωτέας[7] την οποία έμαθε και ο Ηρακλής, ο γιος του Αμφιτρύωνα.[8] Ό­τι ο θεός μέσω αυτών των γραμμάτων συμβούλευε και προέτρεπε τους Έλληνες να αναπαύονται και να ειρηνεύ­ουν και να αμιλλώνται πάντοτε με αγώνες φιλοσοφίας, α­ποφασίζοντας για τα δίκαια με τη βοήθεια των Μουσών και της λογικής, αφού καταθέσουν τα όπλα».



[1] Ο σχετικός θρησκευτικός όρος της εξαφάνισης ενός πτώματος είναι αφανισμός. Όταν πέθανε η Αλκμήνη, ο Δίας έστειλε τον Ερμή να πάρει το σώμα της (για να το μεταφέρει στις νήσους των Μακάρων) και να βάλει μια πέτρα στο φέρετρό της. Οι Ηρακλείδες πήραν την πέτρα και την έστησαν σε ένα ιερό άλσος, στο σημείο όπου αργότερα υπήρχε ηρώο προς τιμήν της Αλκμήνης (Αντωνίνος Λιβεράλης 33).
[2] Δεν αναφέρεται ποιος είναι αυτός ο βασιλιάς. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για το Φαραώ Νεκτανεβώ Α΄, του οποίου η βασιλεία ξεκινά γύρω στο 380 π.Χ. Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στην Αίγυπτο ο Εύδοξος ο Κνίδιος μετέφερε συστατική επιστολή από τον Αγησίλαο προς τον Νεκτανεβώ (Διογ. Λαέρτ. 8.87).
[3] Η λίμνη που εννοείται είναι η Κωπαΐδα. Αυτά τα γεγονότα δεν είναι γνωστά από αλλού. Στη σύγχρονη εποχή τα νερά της λίμνης Κωπαΐδας έφταναν το μέγιστο ύψος τους κατά το Φεβρουάριο-Μάρτιο. Άρα το ξεχείλισμα της λίμνης που αναφέρεται πρέπει να τοποθετηθεί κατά τους πρώτους μήνες του 379 π.Χ., αφού το Δεκέμβριο εκείνου του έτους η Καδμεία απελευθερώθηκε από τη σπαρτιατική της φρουρά.
[4] Οι Αλιάρτιοι ταύτιζαν τον Άλεο με το Ραδάμανθη, τον οποίο η Αλκμήνη υποτίθεται ότι παντρεύτηκε μετά το θάνατο του Αμφιτρύωνα. Πβ. Πλούτ., Λύσανδρος 28.4. Ο Ραδάμανθυς - Άλεος λεγόταν ότι υπήρξε επίσης και δάσκαλος του Ηρακλή.
[5] Πρόσωπο άγνωστο από αλλού. Έχει παρατηρηθεί ότι η αφήγηση του Σιμμία διαφέρει απ' αυτήν του Φειδόλαου: ενώ ο τελευταίος αναφέρει ότι ο Αγησίλαος έστειλε ένα αντίγραφο της επιγραφής στο Φαραώ, για να το δώσει στους ιερείς του, ο Σιμμίας αντίθετα κάνει λόγο για κάποιον Αγητορίδα, απεσταλμένο του Αγησίλαου, ο οποίος παρέδωσε μια επιγραφή απευθείας στον Χόνουφη στη Μέμφιδα.
[6] Ο Χόνουφης της Μέμφιδος υποτίθεται ότι δίδαξε επίσης και τον Εύδοξο τον Κνίδιο. Έφερε τον τίτλο του προφήτη, ο οποίος ήταν ο υψηλότερος στη θρησκευτική ιεραρχία της Αιγύπτου. Ο Ελλοπίων μας είναι άγνωστος από αλλού. Οι επαφές Ελλήνων και Αιγυπτίων ακολούθησαν μια αυξητική τάση σε όλη τη διάρκεια της αρχαιότητας. Οι Έλληνες κατέφευγαν στους Αιγύπτιους ιερείς κυρίως για θέματα δικαιοσύνης και θρησκείας. Ο πανάρχαιος πολιτισμός της Αιγύπτου ασκούσε ισχυρή έλξη στους Έλληνες, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η παράδοση ότι πολλοί μεγάλοι Έλληνες σοφοί μαθήτευσαν κοντά στους Αιγυπτίους. Το ταξίδι του Πλάτωνα στην Αίγυπτο έχει αμφισβητηθεί. αφού οι μαρτυρίες γι’ αυτό είναι πολύ μεταγενέστερες. Αλλά και η παρουσία του Σιμμία εκεί δε μαρτυρείται από άλλες πηγές. Το πιθανότερο είναι ότι η παρουσία του Σιμμία στην Αίγυπτο και μάλιστα πλάι στον Πλάτωνα έχει επινοηθεί από τον Πλούταρχο, με σκοπό να εξυψώσει την προσωπικότητά του και το κύρος των λεγομένων του.
[7] Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (2.112) μετά το θάνατο του φαραώ Φερών τη βασιλεία της Αιγύπτου ανέλαβε κάποιος από τη Μέμφιδα, του οποίου το όνομα στα Ελληνικά ήταν Πρωτέας. Στην πραγματικότητα Πρωτέας είναι η μεταγραφή στον ελληνικό μύθο ενός βασιλικού αιγυπτιακού τίτλου: pa-routy στα Αιγυπτιακά σήμαινε κάτι σαν «Υψηλή Πύλη». Η μεταγραφή του αιγυπτιακού τίτλου στο ελληνικό Πρωτέας διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι οι Έλληνες πίστευαν ήδη από την εποχή του Ομήρου στην ύπαρξη ενός πλάσματος μ’ αυτό το όνομα, ενός γέροντα της θάλασσας με μαντικές ικανότητες στα παράλια της Αιγύπτου, ο οποίος υποτίθεται ότι έδωσε τις συμβουλές του στο Μενέλαο. Αν θα θέλαμε να δώσουμε ένα ιστορικό όνομα στο βασιλιά που εννοεί ο Ηρόδοτος, θα τον ταυτίζαμε με τον Setnakhte, ιδρυτή της 20ης δυναστείας ή τον Ηeremheb ιδρυτή της 19ης δυναστείας.
Τα γράμματα της επιγραφής δύσκολα βεβαίως θα μπορούσαν να είναι αιγυπτιακά. Το πιθανότερο είναι, αν ταυτίζονται με την επιγραφή από τον τάφο της Αλκμήνης, να επρόκειτο για χαρακτήρες της μυκηναϊκής γραφής που φέρει το όνομα Γραμμική Β. Η γνώση αυτής της γραφής είχε χαθεί για τους Έλληνες μετά την παρακμή του μυκηναϊκού κόσμου. Η ερμηνεία, συνεπώς, του Χόνουφη πρέπει να ήταν φανταστική, καθόσον μάλιστα τα γράμματα πολλά (578 Ρ) της επιγραφής περιορίζονται σε λίγες γραμμές στη μετάφραση του ιερέα.
[8] Ο Ηρόδοτος (2.43 κ.εξ.) αναφέρει ότι ο Αμφιτρύωνας και η Αλκμήνη ήταν Αιγύπτιοι. Αυτός ο μύθος στηρίζεται εν μέρει στο γεγονός ότι ο Αλκαίος, πατέρας του Αμφιτρύωνα, και ο Ηλεκτρύωνας, πατέρας της Αλκμήνης, ήταν γιοι του Περσέα, απόγονου του Αιγύπτου και του Δαναού, αδερφού του Αίγυπτου. Κατά βάση, όμως, στηρίζεται στο γεγονός ότι οι Έλληνες είχαν ταυτίσει τον Ηρακλή με τον αιγυπτιακό θεό Αρσαφή της Ηρακλεόπολης.

Σχόλια