Ποιος κρύβεται πίσω από τον Ετεοκλή στους Επτά επί Θήβας;


Η προσωπικότητα του Ετεοκλή, έτσι όπως διαγράφεται από τον Αισχύλο στους Επτά επί Θήβας (467 π.Χ.), ώθησε ορισμένους μελετητές στην προσπάθεια ταύτισης του Θηβαίου βασιλιά με πολιτικές προσωπικότητες της σύγχρονης αθηναϊκής ζωής. Ενώ, όμως, οι μελετητές αυτοί συμφωνούν ως προς τη δυνατότητα μιας τέτοιας ταύτισης, διαφωνούν ριζικά ως προς το ποια προσωπικότητα κρύβεται πίσω από το προσωπείο του Ετεοκλή. Δύο είναι οι κύριες απόψεις:

ΠΡΩΤΗ ΑΠΟΨΗ. ΕΤΕΟΚΛΗΣ=ΠΕΡΙΚΛΗΣ
 Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πίσω από τη μορφή του Ετεοκλή πρέπει να αναζητήσουμε τον Περικλή, ο οποίος υπήρξε χορηγός του Αισχύλου, όταν ο τελευταίος δίδαξε κατά το έτος 472 π.Χ. τους Πέρσες. Αντίθετα ο Κίμων φαίνεται ότι συνδεόταν με τον Σοφοκλή με δεσμούς που προφανώς καλλιεργήθηκαν από τον πολιτικό ως αντιστάθμισμα προς τη σχέση του Περικλή με τον Αισχύλο: το έτος 468 π.Χ. ο Κίμωνας πήρε το μέρος του Σοφοκλή στους δραματικούς αγώνες των Διονυσίων εκείνης της χρονιάς. Η μεροληπτική στάση του Κίμωνα, ο οποίος απολάμβανε το απόγειο της δόξας του, είχε ως αποτέλεσμα ο πρωτοεμφανιζόμενος τότε Σοφοκλής να κερδίσει το πρώτο βραβείο σε βάρος του Αισχύλου (Πλούταρχος, Κίμων 8.8-9). Άρα το έτος 467 π.Χ. ο Αισχύλος είχε έναν επιπλέον λόγο, για να υποστηρίξει ανεπιφύλακτα τον Περικλή μέσω των δραμάτων του. Την προηγούμενη μόλις χρονιά είχε ηττηθεί στο θέατρο από το Σοφοκλή εξαιτίας του Κίμωνα. Τα κυριότερα επιπλέον επιχειρήματα που αναπτύσσονται υπέρ αυτής της άποψης μπορούν να συνοψιστούν ως εξής: ανάμεσα στα ονόματα του Περικλή και του Ετεοκλή υπάρχει εμφανής ηχητική ομοιότητα. Τόσο ο Ετεοκλής όσο και ο Περικλής βρίσκονται υπό την επίδραση μιας κατάρας. Είναι γνωστό από τους μύθους του θηβαϊκού κύκλου ότι ο πατέρας του Ετεοκλή και του Πολυνείκη, ο Οιδίποδας, καταράστηκε τους δυο γιους του να αλληλοεξοντωθούν. Ο Περικλής, από την άλλη πλευρά, υπήρξε Αλκμεωνίδης από τη μεριά της μητέρας του Αγαρίστης, η οποία ήταν ανεψιά του περίφημου Αλκμεωνίδη μεταρρυθμιστή του αθηναϊκού πολιτεύματος Κλεισθένη. Η οικογένεια αυτή
κατατρυχόταν, κατά την αντίληψη των πολιτικών τους αντιπάλων, από το μίασμα που προέκυψε ως απόρροια της στάσης τους στο Κυλώνειο Άγος το 632 π.Χ. Είναι γνωστό ότι πολύ αργότερα, το 431 π.Χ., οι Σπαρτιάτες απαίτησαν την απομάκρυνση του Περικλή από την Αθήνα, για να μην ξεσπάσει ο επικείμενος τότε πόλεμος μεταξύ της αθηναϊκής και της πελοποννησιακής συμμαχίας (Θουκ. 1.127). Ως επιχείρημα για την απομάκρυνση αυτή χρησιμοποίησαν το μίασμα που βάραινε τους Αλκμεωνίδες. Ήδη από πολύ νωρίς στην πολιτική του σταδιοδρομία οι πολιτικοί αντίπαλοι του Περικλή στην Αθήνα μπορεί να χρησιμοποίησαν το ίδιο όπλο εναντίον του, προκειμένου να τον συκοφαντήσουν. Η προσπάθεια του Αισχύλου στους Επτά επί Θήβας είναι να δικαιώσει τον Περικλή απαλλάσσοντάς τον όχι από την ίδια την κατηγορία του μιάσματος, αλλά από την υποτιθέμενη ανικανότητά του, λόγω ακριβώς αυτού του μιάσματος, να προασπίσει με επιτυχία τα συμφέροντα της πατρίδας του: το γεγονός ότι ο Ετεοκλής, παρά την κατάρα που τον βαραίνει, κατορθώνει να σώσει τη Θήβα, παραπέμπει ευθέως στη δυνατότητα που έχει κατά τον Αισχύλο ο Περικλής να σώσει την Αθήνα. Η εξηρμένη αυστηρότητα και σοβαρότητα που επιδείκνυε ο Περικλής στην καθημερινή πολιτική του συμπεριφορά ταιριάζει με την αυστηρότητα του Ετεοκλή στους Επτά επί Θήβας, κυρίως απέναντι στις ταραγμένες γυναίκες του χορού.
Το κυριότερο από τα μειονεκτήματα που έχει η άποψη για την ταύτιση Ετεοκλή-Περικλή είναι το μάλλον ανεπίκαιρο του χαρακτήρα της. Δεν είναι γνωστό από καμιά αρχαία πηγή ότι κατά το 467 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα τέθηκε το ζήτημα του οικογενειακού μιάσματος των Αλκμεωνιδών σε σχέση με τον Περικλή. Εξάλλου την εποχή αυτή ο Περικλής ήταν πολύ νέος (μόλις 24 ετών), για να έχει προλάβει να παίξει σημαίνοντα ρόλο στις πολιτικές υποθέσεις της Αθήνας, και προφανώς πολύ λίγο η πολιτική του δράση θα μπορούσε να ελκύσει την προσοχή του αθηναϊκού κοινού, ώστε να θεωρηθεί άξια δραματικής αναπαράστασης στο θέατρο. Άλλωστε, η πρώτη καταγραμμένη εμφάνισή του στην πολιτική σκηνή σχετίζεται με το έτος 463 π.Χ., όταν εμφανίζεται ως ένας από τους κατηγόρους του Κίμωνα για την αποτυχημένη εκστρατεία στη Θάσο (Πλούταρχος, Κίμων 14.4). Αλλά ακόμη και κατά το έτος 462 π.Χ., την εποχή των μεταρρυθμίσεων του Εφιάλτη σε βάρος του Αρείου Πάγου, ο ρόλος του Περικλή στην πολιτική ζωή της Αθήνας δε φαίνεται κυρίαρχος. 
Ο A. J. Podlecki στο αξιόλογο βιβλίο του για τις πολιτικές προεκτάσεις του αισχύλειου δράματος[1] προσθέτει μερικές ακόμη ενδιαφέρουσες αντιρρήσεις: η αντίληψη αυτή υπεραπλουστεύει τη σχέση του Ετεοκλή με την κατάρα του Οιδίποδα, όταν μετατρέπει τον Ετεοκλή ως παράδειγμα της αυτοθυσίας ενός πατριώτη, με τον ισχυρισμό ότι τελικά στους Επτά επί Θήβας η κατάρα παίζει καθαρά δευτερεύοντα ρόλο. Στην πραγματικότητα η κατάρα του Οιδίποδα έχει θεμελιώδη χαρακτήρα στην έκβαση του δράματος και μάλιστα στο τέλος εμφανίζεται θριαμβεύουσα (στίχοι 653-5). Ο ήρωας, επομένως, δεν πηγαίνει να συναντήσει το θάνατο παρά την κατάρα του πατέρα του, αλλά εξαιτίας αυτής της κατάρας. Ο Ετεοκλής δεν είναι μόνο ο βασιλιάς που πολεμά να σώσει την πόλη του και πεθαίνει πάνω σ’ αυτήν την προσπάθεια, αλλά ο βασιλιάς που ο θάνατός του αποτελεί αναγκαία συνθήκη για τη σωτηρία της πατρίδας και των πολιτών. Ο Απόλλωνας είχε απαγορεύσει στο Λάιο να αποκτήσει παιδί, εκείνος όμως παράκουσε τις οδηγίες του θεού με όλα τα γνωστά επακόλουθα. Ο εγγονός του ο Ετεοκλής είναι αυτός που πρέπει να τερματίσει την κληρονομική κατάρα του βασιλικού οίκου και να σώσει συνάμα την πόλη των Θηβών. Ο Ετεοκλής, για να σώσει την πόλη, πρέπει όχι μόνο να φονεύσει τον αδερφό του, αλλά και να εξοντωθεί ο ίδιος. Στην πραγματικότητα, όμως, όπως φαίνεται από τα λόγια του χορού στους στίχους 677-682 και από το διάλογο χορού και Ετεοκλή στους στίχους 712-716, η πόλη θα μπορούσε να σωθεί και χωρίς τη μονομαχία των δύο αδερφών στην έβδομη πύλη. Επιπλέον, ο χορός μακράν από του να επαινεί την αυτοθυσία του Ετεοκλή, θεωρεί ασεβή την πρόθεσή του να μονομαχήσει με τον αδερφό του και αποκαλεί τα δύο αδέρφια καταστροφείς του οίκου τους (στίχοι 827-831 και 883-885). Για όλους τους παραπάνω λόγους είναι δύσκολη η ταύτιση του Ετεοκλή με τον Περικλή.  

ΔΕΥΤΕΡΗ ΑΠΟΨΗ. ΕΤΕΟΚΛΗΣ=ΘΕΜΙΣΤΟΚΛΗΣ
Πιο ελκυστική φαίνεται η άποψη που έχει διατυπωθεί ότι η μορφή του Ετεοκλή, όπως διαγράφεται από τον Αισχύλο στους Επτά επί Θήβας, μπορεί να παραπέμπει σε μια άλλη μεγάλη προσωπικότητα της εποχής, το Θεμιστοκλή. Σύμφωνα με αυτή τη θέση η διδασκαλία μιας τραγωδίας που περιλάμβανε έμμεσο έπαινο προς το Θεμιστοκλή το έτος 467 π.Χ. θα ήταν πέρα για πέρα επίκαιρη. Κι αυτό εξαιτίας της κατηγορίας λίγο νωρίτερα σε βάρος του ήρωα της Σαλαμίνας για μηδισμό. Ο Ετεοκλής ενεργεί όπως όλοι οι άλλοι μεγάλοι ηγέτες στα έργα του Αισχύλου. Έχει πλήρη συνείδηση του μεγάλου του χρέους απέναντι στην πατρίδα και γνωρίζει, όπως ο Πελασγός στις Ικέτιδες, ότι ο άνθρωπος που κυβερνά θα θεωρηθεί υπεύθυνος από το λαό σε περίπτωση ήττας (στ. 1-9). Τα λόγια αυτά παρουσιάζουν μεγάλη ομοιότητα με τα αντίστοιχα του βασιλιά Πελασγού στις Ικέτιδες και μπορεί να αποτελούσαν κοινό τόπο στον πολιτικό λόγο της εποχής. Η οξεία επίθεση του Ετεοκλή στο χορό, όταν ο τελευταίος παρουσιάζεται τρομοκρατημένος ενώπιόν του, προέρχεται κυρίως από την έγνοια του για τη διατήρηση του υψηλού φρονήματος των στρατιωτών. Γνωρίζει ότι ο φόβος και η απελπισία μεταδίδονται εύκολα, γεγονός που αποτελεί το κυριότερο πρόβλημα κάθε κράτους που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση. Είναι σαν να ακούμε έναν στρατηγό του 5ου αιώνα να δίνει διαταγές στους στρατιώτες του.  Από την άλλη ο Πολυνείκης διαγράφεται με διόλου κολακευτικά χρώματα. Είναι αποφασισμένος να καταλάβει την εξουσία στη χώρα του, ακόμη και με τη βοήθεια ξένων στρατευμάτων. Αυτό το γεγονός αποτελεί το πιο σκοτεινό σημείο στην κατά τα άλλα θεμιτή προσπάθειά του να εξουσιάσει τη χώρα. Στον αγώνα του αυτόν καλεί ακόμη και τους θεούς της πατρίδας του να τον βοηθήσουν (639-641). Η ασπίδα του φέρει επάνω της την εικόνα της Δίκης να οδηγεί έναν πολεμιστή πίσω στην πατρίδα του (642-648). Μ’ αυτόν τον τρόπο ο Αισχύλος θέτει ένα θεμελιώδες πολιτικό ζήτημα, το όριο δηλαδή μέχρι το οποίο μπορεί να βαδίσει κανείς διεκδικώντας μερίδιο στην εξουσία. Πρόκειται για την προβληματική σχέση ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, η οποία οδηγείται εδώ στην πιο ακραία της εκδοχή: έχει το δικαίωμα μια ομάδα που διεκδικεί την εξουσία (=αριστοκράτες) να οδηγήσει ξένο στρατό στην πατρίδα, για να επιτύχει τους σκοπούς της;  Σύμφωνα με αυτή την άποψη ο Αισχύλος φαίνεται ότι σχολιάζει σύγχρονα πολιτικά γεγονότα: λίγο μετά το 469 ο Θεμιστοκλής καταδικάζεται σε θάνατο για μηδισμό από μια ανίερη συμμαχία ανάμεσα στους Σπαρτιάτες και τους αριστοκράτες των Αθηνών με επικεφαλής τον Κίμωνα. Η στιγμή ήταν πολύ ευνοϊκή για τον Κίμωνα, για να πετύχει τους στόχους του: η νίκη του στον ποταμό Ευρυμέδοντα το 469 σημαδεύει το απόγειο της επιτυχίας του και της δύναμής του και του δίνει την ευκαιρία να ξεφορτωθεί τους αντιπάλους του.[2]


[1] Α. J. Podlecki, The Political Background of Aeschylean Tragedy, Ann Arbor: The University of Michigan Press 1966.
[2] Ο Θεμιστοκλής αναγκάστηκε να φύγει από την Ελλάδα. Και ο Αριστείδης φαίνεται να εξορίζεται λίγο μετά από το Θεμιστοκλή, στην Ιωνία, όπου πέθανε (Πλούτ., Αριστ. 26 με πηγή τον Κρατερό). Η σύμπτωση των οστρακισμών δεν μοιάζει τυχαία, γιατί η σχέση Θεμιστοκλή και Αριστείδη αντιμετωπίζεται συνήθως μέσα από τον παραμορφωτικό φακό της αντίθεσης ανάμεσα στο δίκαιο Αριστείδη και το δόλιο Θεμιστοκλή. Όμως στην πραγματικότητα υπάρχουν ενδείξεις κρίσιμης συνεργασίας μεταξύ τους: για το χτίσιμο των τειχών το 479 (Θουκ. 3.90-3). Το γεγονός ότι εξαφανίστηκαν από την πολιτική σκηνή ταυτόχρονα εξαιτίας μιας νέας γενιάς πολιτικών. Ότι τους επαίνεσε μαζί ο Αισχύλος στους Πέρσες (Σαλαμίνα και επεισόδιο της Ψυττάλειας αντίστοιχα). Φαίνεται, λοιπόν, ότι αν και πολιτικά αντίπαλοι, υπήρξαν περιπτώσεις συνεργασίας μεταξύ τους και αμοιβαίος σεβασμός. Αυτή η πτυχή των σχέσεών τους φαίνεται να διασώζεται ως ανάμνηση στην ψευδοαλληλογραφία του Θεμιστοκλή.

Σχόλια