Από το θηρίο στον άνθρωπο: μια φιλοσοφική θεώρηση της ανθρώπινης προόδου


Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι από χαμένο έργο του Αθηναίου τραγικού Μοσχίωνος (4ος ή 3ος αιώνας π.Χ.). Αναπτύσσεται η φιλοσοφική θεώρηση ότι το ανθρώπινο γένος βιώνει διαρκή πρόοδο από έναν πρωτόγονο τρόπο ζωής σε έναν πολιτισμένο. Στην αρχή ο άνθρωπος ζούσε σε σπηλιές, όπως τα θηρία, επιδιδόταν στον κανιβαλισμό, δεν γνώριζε από πόλεις και νόμους. Επικρατούσε η βία και το δίκαιο του ισχυρότερου. Η γεωργία (δημητριακά και άμπελος) ήταν άγνωστη. Σταδιακά ο άνθρωπος επινόησε όλα τα παραπάνω. Δίνονται τρεις πιθανοί λόγοι προόδου: ένας μυθικός-συμβολικός, η βοήθεια του Προμηθέα (=ανθρώπινη επινοητικότητα), και δύο επιστημονικοί, η ανάγκη και η φύση. Το χωρίο κλείνει με την καθιέρωση των ταφικών εθίμων: το πτώμα σκεπάζεται με χώμα, για να μην θυμίζει ότι κάποτε αποτελούσε την τροφή των ανθρώπων. Είναι έκδηλες οι απηχήσεις της προσωκρατικής φιλοσοφίας, της σοφιστικής πίστης στην ανθρώπινη πρόοδο, της ορφικής σκέψης (ρόλος του χρόνου, κανιβαλισμός και ωμοφαγία) και της τραγωδίας του 5ου αιώνα, ενώ η αναφορά στο άταφο πτώμα και τη σκόνη που σκορπίζεται τελετουργικά από πάνω του παραπέμπει στην Αντιγόνη του Σοφοκλή:


Πρῶτον δ΄ ἄνειμι καὶ διαπτύξω λόγῳ
ἀρχὴν βροτείου καὶ κατάστασιν βίου·
ἦν γάρ ποτ΄ αἰὼν κεῖνος͵ ἦν ποθ΄ ἡνίκα
θηρσὶν διαίτας εἶχον ἐμφερεῖς βροτοί͵
ὀρειγενῆ σπήλαια καὶ δυσηλίους
φάραγγας ἐνναίοντες· οὐδέπω γὰρ ἦν
οὔτε στεγήρης οἶκος͵ οὔτε λαΐνοις
εὐρεῖα πύργοις ὠχυρωμένη πόλις·
οὐ μὴν ἀρότροις ἀγκύλοις ἐτέμνετο
μέλαινα καρποῦ βῶλος ὀμπνίου τροφός͵
οὐδ΄ ἐργάτης σίδηρος εὐιώτιδος
θάλλοντας οἴνης ὀρχάτους ἐτημέλει͵
ἀλλ΄ ἦν ἀκύμων  κωφεύουσα ῥέουσα γῆ.
βοραὶ δὲ σαρκοβρῶτες ἀλληλοκτόνους
παρεῖχον αὐτοῖς δαῖτας· ἦν δ΄ ὁ μὲν Νόμος
ταπεινός͵ ἡ Βία δὲ σύνθρονος Διί͵
ὁ δ΄ ἀσθενὴς ἦν τῶν ἀμεινόνων βορά.
Ἐπεὶ δ΄ ὁ τίκτων πάντα καὶ τρέφων χρόνος
τὸν θνητὸν ἠλλοίωσεν ἔμπαλιν βίον͵
εἴτ΄ οὖν μέριμναν τὴν Προμηθέως σπάσας͵
εἴτ΄ οὖν ἀνάγκην͵ εἴτε τῇ μακρᾷ τριβῇ
αὐτὴν παρασχὼν τὴν φύσιν διδάσκαλον͵
τόθ΄ εὑρέθη μὲν καρπὸς ἡμέρου τροφῆς
Δήμητρος ἁγνῆς͵ εὑρέθη δὲ Βακχίου
γλυκεῖα πηγή· γαῖα δ΄ ἡ πρὶν ἄσπορος
ἤδη ζυγουλκοῖς βουσὶν ἠροτρεύετο.
ἄστη δ΄ ἐπυργώσαντο καὶ περισκεπεῖς
ἔτευξαν οἴκους· καὶ τὸν ἠγριωμένον
εἰς ἥμερον δίαιταν ἤγαγον βίον·
κἀκ τοῦδε τοὺς θανόντας ὥρισεν νόμος
τύμβοις καλύπτειν͵ κἀπιμοιρᾶσθαι κόνιν
νεκροῖς ἀθάπτοις͵ μηδ΄ ἐν ὀφθαλμοῖς ἐᾶν
τῆς πρόσθε θοίνης μνημόνευμα δυσσεβοῦς.


Πρώτα θ’ αρχίσω και θ’ αναπτύξω με τον λόγο μου
το ξεκίνημα και την εγκαθίδρυση του ανθρώπινου βίου.
Γιατί ήταν κάποτε μια εποχή
που οι θνητοί ζούσαν όπως τα θεριά.
Μένανε σ’ ορεινές σπηλιές κι ανήλιαγα
φαράγγια. Δεν υπήρχε ακόμη
το στεγασμένο σπίτι, ούτε η πόλη η πλατιά,
η οχυρωμένη με πέτρινους πύργους.
Κι ούτε οργωνόταν με τα καμπύλα άροτρα
η μελανή γη, τροφός των δημητριακών,
ούτε ο εργατικός σίδηρος φρόντιζε
τις σειρές με τα αμπέλια των μαινάδων.
Η γη ήταν άγονη, βουβή, διαλυμένη. 
Τρέφονταν με σάρκες, σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο:
αυτό ήταν το φαγητό τους. Ο Νόμος ήταν
ασήμαντος, ενώ η Βία καθόταν δίπλα στο θρόνο του Δία
κι ο αδύναμος ήταν βορά των ισχυρότερων.
Όταν όμως ο χρόνος, που τα πάντα γεννά και τρέφει,
άλλαξε και αντέστρεψε τον βίο των θνητών,
είτε κερδίζοντας την βοήθεια του Προμηθέα,
είτε με την ανάγκη, είτε με τη μακρά τριβή
προσφέροντας την ίδια τη φύση ως δασκάλα,
τότε βρέθηκε ο καρπός της ήμερης τροφής
της αγνής Δήμητρας, βρέθηκε και του Βάκχου
η γλυκιά πηγή. Ενώ η γη, η άσπορη πριν,
τώρα πια οργωνόταν με τα βόδια που έλκουν τον ζυγό.
Πύργωσαν πόλεις, έφτιαξαν σπίτια
στεγασμένα ολόγυρα και τον άγριο
βίο τους τον έκαναν ήμερο τρόπο ζωής.
Στο εξής ο νόμος όρισε τους πεθαμένους
να σκεπάζουνε με τύμβους, να σκορπίζουν σκόνη
στους άθαφτους νεκρούς, ώστε να μην απομένει για τα μάτια
ανάμνηση της προηγούμενης ασεβούς τροφής.

Σχόλια