Ιστορία, επιτάφιοι λόγοι, τραγωδία και η ευλογία της Αθήνας


Στον Θουκυδίδη (1, 73-5) οι Αθηναίοι ισχυρίζονται για τον εαυτό τους ότι η ανεξάντλητη δραστηριότητά τους μετατρέπεται σε κουράγιο και ενθουσιασμό για την Ελλάδα. Προηγουμένως (1, 70) οι Κορίνθιοι έχουν κατηγορήσει τους Αθηναίους ότι είναι παρὰ δύναμιν τολμηταὶ καὶ παρὰ γνώμην κινδυνευταὶ καὶ ἐν τοῖς δεινοῖς εὐέλπιδες: οι Αθηναίοι που παρά την απελπιστική κατάσταση της πόλης τους έμειναν και πολέμησαν τους Πέρσες (1, 74, 2) πράγματι μπορούν να περιγραφούν μ’ αυτόν τον τρόπο. Είναι ακριβώς αυτή η τόλμη που τους κάνει άξιους να έχουν μια αυτοκρατορία, δώρο από άλλους Έλληνες που τους κάλεσαν να γίνουν ηγέτες τους μετά τους Περσικούς Πολέμους (1, 75, 1-2). Η ελληνική νίκη επί των Περσών έχει τη μορφή μιας ιστορίας, όπου ο αδύναμος δίκαιος αντιστέκεται στον πανίσχυρο και επικίνδυνο Άλλο. Η ίδια δομή υπόκειται και σε παραδειγματικούς μύθους της αθηναϊκής δράσης, όπου οι δίκαιοι Αθηναίοι αναλαμβάνουν έναν άνισο αγώνα, έχοντας στο πλευρό τους τους θεούς και τη δικαιοσύνη, ενώ οι εχθροί την αδικία και την καταπίεση. Η νίκη εναντίον των Περσών έδωσε μεγάλη αξιοπιστία στην ιδέα ότι οι Αθηναίοι μάχονται για τη δικαιοσύνη και τον πολιτισμό. 
         Σε μια κοινωνία, όπου η συμμετοχή σε μια πόλη κράτος ήταν τόσο κεντρική για την ύπαρξη των ατόμων, η σύλληψη μιας εθνικής ταυτότητας, η οποία ξεχώριζε τους Αθηναίους από τους άλλους και βασιζόταν σε συγκεκριμένους θεσμούς και  αντιλήψεις για την ανωτερότητα της Αθήνας έναντι των άλλων πόλεων, έχει μια λογική πιθανότητα να κυριαρχεί στη συνείδηση των πολιτών. Οι Αθηναίοι πολίτες ξεχώριζαν από τους πολλούς μη Αθηναίους που ζούσαν στην πόλη με το να έχουν μια μοναδική πρόσβαση στη διαμόρφωση της πολιτικής στις συνελεύσεις. Το να αποφασίζει κανείς για την πόλη αποτελούσε ουσιαστικό στοιχείο της ιδιότητας του πολίτη, αλλά απαιτούσε και να είναι έτοιμος να πεθάνει στο πεδίο της μάχης.
            Οι Αθηναίοι του Θουκυδίδη μιλούν για τον εαυτό τους σαν να ήταν μια ομοιογενής μάζα με πλήρη συμφωνία απόψεων μεταξύ τους, ενώ γνωρίζουμε ότι δεν ήταν όλοι οι Αθηναίοι δημοκράτες. Επιπλέον η έμφαση που δίνεται από διάφορους συγγραφείς στη σημασία του ελεύθερου λόγου (π.χ. Θουκ. 2, 37 / 2, 40 / Ευρ., Ικ. 438 κ.εξ., Δημοσθ. 60, 26) και της συζήτησης στην εκκλησία του δήμου υποδεικνύει ότι υπήρχε άφθονος χώρος για διαφωνίες. Η αθηναϊκή δημοκρατική ιδεολογία τείνει να παρουσιάσει τους Αθηναίους ή τον δήμο ως ενοποιημένο σώμα. Ακόμη και αν η εικόνα αυτή δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική πολιτική ζωή, υπάρχει ένα εκτεταμένο σώμα κειμένων που περιέχουν υλικό σχετιζόμενο με τα χαρακτηριστικά ή τη συμπεριφορά που θεωρούνταν τυπικά ή ιδανικά για τον Αθηναίο. Αυτό το υλικό[1] δείχνει μια μεγάλη συμφωνία μεταξύ των συγγραφέων σε διάφορα είδη με διάφορους σκοπούς και για ένα μεγάλο διάστημα χρόνου. Αν αυτό το υλικό δεν ήταν ποτέ γεμάτο νόημα για ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού, τότε η συνεχής επανάληψή του είναι δύσκολο να εξηγηθεί.  
Βεβαίως το υλικό του 4ου αιώνα μπορεί να μην ταυτίζεται ακριβώς με το υλικό του 5ου, ωστόσο τα αθηναϊκά στρατιωτικά κατορθώματα που προβάλλονται στις εξιδανικεύσεις της Αθήνας του 4ου αιώνα είναι οικεία και από τον 5ο: υποδοχή των Ηρακλειδών στην Αθήνα, η ταφή των Επτά από τους Αθηναίους, η αντίσταση στις Αμαζόνες: στην αφήγηση του Ηροδότου (9, 27) οι Αθηναίοι ζητούν πριν από τη μάχη στις Πλαταιές την ηγεσία του δυτικού κέρατος στηριγμένοι ακριβώς σ’ αυτά τα 3 παραδείγματα. Ο λόγος αυτός δείχνει ότι τα παραδείγματα αυτά ήταν οικεία τουλάχιστον ήδη από το 2ο μισό του 5ου αιώνα, ενώ είναι πολύ πιθανόν ότι οι ιστορίες αυτές κυκλοφορούσαν στην Αθήνα ακόμη και πριν τους Περσικούς Πολέμους ως ιστορίες από το παρελθόν της Αθήνας, αν και βέβαια μπορεί να μην είχαν πάρει την παραδειγματική αξία που πήραν αργότερα.   
Η υποδοχή των Ηρακλειδών, η ταφή των Επτά και η αντίσταση του Ερεχθέα στους Θράκες (άλλο ένα παράδειγμα) δραματοποιήθηκαν από τους τραγωδούς του 5ου αιώνα. Τόποι όπως η μοναδικότητα του αθηναϊκού πολιτισμού (π.χ. Αισχ., Ευμ. 869, 917 κ.εξ. / Ευρ., Μήδ. 830 κ.εξ.), η αθηναϊκή ευφυΐα, η υπακοή στους νόμους και η αντίσταση στην καταπίεση και την αδικία είναι κοινοί στον επιτάφιο λόγο του Περικλή, στην τραγωδία -ιδιαίτερα τα έργα με τον Θησέα- και σε χωρία του Ηροδότου και του Θουκυδίδη που συζητούν για την Αθήνα.  
Οι επιτάφιοι λόγοι είναι οπωσδήποτε παραδειγματικοί από αυτή τη σκοπιά, αφού η εξιδανικευμένη εικόνα των Αθηναίων για την Αθήνα παρουσιάζεται εκεί στην πιο συγκροτημένη της μορφή, κάνοντας απτό ό,τι υπονοείται αλλού.[2]  Οι λόγοι επιμένοντας στη συνέχεια μεταξύ παρελθόντος και παρόντος υπονοούν ότι η Αθήνα ήταν και θα είναι πάντα η ίδια: οι Αθηναίοι του παρόντος είναι αντιπρόσωποι μιας άχρονης παράδοσης θάρρους και δίκαιης πράξης εκ μέρους της πόλης. Ωστόσο τέτοιου είδους ιδέες φαίνεται ότι κυκλοφορούσαν και πιο πριν στην Αθήνα, ιδιαίτερα σε σχέση με το ρόλο του Θησέα, και φανερώνονται και στην τραγωδία, είτε σε σύντομες ευλογίες της Αθήνας (π.χ. Ευρ., Μήδ. 824-65) είτε στη δομή και δράση ολόκληρων τραγωδιών, όπως αυτές με πρωταγωνιστή τον Θησέα.  

[Από το Sophie Mills, Theseus, Tragedy and the Athenian Empire. Oxford University Press, 1997] 





[1] Βλ. π.χ. Ηρόδοτος, Γοργίας στον Επιτάφιο (82 F6 DK), τραγωδίες με αθηναϊκά θέματα, Λυσίας στον Επιτάφιό του, Δημοσθένης 60, Ισοκράτης στον Πανηγυρικό και τον Παναθηναϊκό, ο επιτάφιος που περιλαμβάνεται στον Μενέξενο κ.ο.κ.
[2] Τα περισσότερα στοιχεία δείχνουν ως terminus post quem την μάχη στις Πλαταιές και ως terminus ante quem τον Δραβήσκο για τον πρώτο επιτάφιο λόγο. Στη δεκαετία του 470 φαίνεται ότι υπήρχαν ήδη όλα τα στοιχεία του ταφικού εθίμου, όπως μαρτυρείται στον Θουκυδίδη (2, 34).