Η ιστορία της Πολυκρίτης (Παρθένιος 9)


 Πολυκρίτη

[Η ιστορία αυτή αντλήθηκε από το πρώτο βιβλίο των Ναξιακών του Ανδρίσκου. Και ο Θεόφραστος γράφει γι’ αυτήν στο τέταρτο βιβλίο του έργου του Προς τους καιρούς].[1]

            Ήταν μια εποχή που οι Μιλήσιοι μαζί με τους συμμάχους τους είχαν περάσει επιτιθέμενοι στη χώρα των Ναξίων και είχαν οικοδομήσει ένα τείχος μπροστά από την πόλη, λεηλατώντας την ύπαιθρο και φρουρώντας τους έγκλειστους Ναξίους. Τότε κατά τύχη μια κοπέλα με το όνομα Πολυκρίτη είχε μείνει πίσω στο Δήλιο ιερό,[2] που κείται κοντά στην πόλη, και γοήτευσε τον αρχηγό των Ερυθραίων[3] Διόγνητο, ο οποίος με δική του δύναμη πολεμούσε στο πλευρό των Μιλησίων. Κυριευμένος από μεγάλο πόθο της έστελνε μηνύματα, γιατί δεν ήταν θεμιτό να ασκήσει βία επάνω της, αφού ήταν ικέτιδα στο ιερό. Εκείνη μέχρις ένα ορισμένο σημείο δε δεχόταν τους απεσταλμένους του. Όταν όμως έγινε πολύ φορτικός, του είπε πως δεν θα τον υπακούσει, παρά μόνο αν υποσχεθεί να εκτελέσει ό,τι τυχόν επιθυμούσε εκείνη. Ο Διόγνητος, χωρίς να υποπτευθεί την παγίδα, ορκίστηκε με μεγάλη προθυμία στην Άρτεμη να της κάνει τη χάρη σε ό,τι τυχόν αποφάσιζε. Μόλις εκείνος ορκίστηκε, η Πολυκρίτη τον έπιασε από το χέρι και του έκανε λόγο για προδοτική παράδοση του οχυρού (των Μιλησίων). Τον ικέτεψε πολύ να λυπηθεί την ίδια και τη συμφορά της πόλης της. Ο Διόγνητος, όταν τα άκουσε αυτά, βγήκε εκτός εαυτού και τραβώντας το ξίφος του όρμησε να φονεύσει την κοπέλα. Κατανοώντας όμως το χρηστό ήθος της και συνάμα κυριευμένος από έρωτα –έπρεπε, καθώς φαίνεται να μεταβληθεί για τους Ναξίους η παρούσα δύσκολη κατάσταση- εκείνη τη στιγμή δεν αποκρίθηκε, σκεπτόμενος τι πρέπει να γίνει. Την επόμενη μέρα της υποσχέθηκε να κάνει την προδοσία. Τρεις μέρες αργότερα ήταν να γίνει μια γιορτή των Μιλησίων, τα Θαργήλια,[4] στη διάρκεια της οποίας προσφέρουν άφθονο ανόθευτο κρασί και ξοδεύουν τα πιο ακριβά πράγματα. Τότε ήταν που ο Διόγνητος προετοιμαζόταν να προδώσει το οχυρό. Αμέσως με τη βοήθεια της Πολυκρίτης ενέθεσε μέσα σε ένα ψωμί μια μολύβδινη επιστολή και την έστειλε στα αδέρφια της, που ήταν οι αρχηγοί της πόλης, με την προτροπή να ετοιμαστούν και να έρθουν εκείνη τη νύχτα.[5] Τους έλεγε ότι ο ίδιος θα σηκώσει για χάρη τους ψηλά ως σημάδι ένα φως. Η Πολυκρίτη πρόσταξε στον κομιστή του άρτου να πει στους αδελφούς της να μην έχουν ενδοιασμούς, αφού η απόπειρα θα ήταν επιτυχημένη, μόνο αν εκείνοι δεν είχαν ενδοιασμούς. Ο αγγελιαφόρος έφτασε ταχέως στην πόλη και ο Πολυκλής, αδερφός της Πολυκρίτης, συλλογιζόταν έντονα αν πρέπει να πιστέψει το μήνυμα ή όχι. Στο τέλος όλοι συμφώνησαν ότι έπρεπε να πιστέψει. Ήρθε λοιπόν η νύχτα στην οποία είχε οριστεί να συγκεντρωθούν όλοι. Αφού προσευχήθηκαν πολύ, ενώθηκαν με τους άνδρες του Διόγνητου και εφόρμησαν στο τείχος των Μιλησίων, άλλοι από την ανοιχτή πύλη, άλλοι περνώντας από πάνω το τείχος, και όταν βρέθηκαν όλοι μαζί εντός, άρχισαν να κατασφάζουν τους Μιλησίους. Τότε, όμως, σκοτώθηκε από λάθος και ο Διόγνητος.[6] Την επόμενη μέρα όλοι οι Νάξιοι ποθούσαν πολύ να ευχαριστήσουν την κοπέλα. Άλλοι τις έδεναν ταινίες στο κεφάλι, άλλοι την έντυναν με ζώνες. Εξαιτίας του πλήθους των πραγμάτων που ρίχνονταν πάνω της η κοπέλα ένιωσε δυσφορία και πνίγηκε. Την έθαψαν με δημόσια έξοδα στην πεδιάδα και θυσίασαν μια εκατοντάδα από όλα προς τιμήν της. Ορισμένοι λένε ότι και ο Διόγνητος αποτεφρώθηκε στην ίδια πυρά με το κορίτσι, επειδή οι Νάξιοι φρόντισαν γι’ αυτό.





[1] Ο Παρθένιος φαίνεται να συνδυάζει δύο διαφορετικές διηγήσεις. Στην πρώτη οι Νάξιοι επιτίθενται στους Μιλήσιους στη διάρκεια μιας γιορτής. Στη δεύτερη ο Διόγνητος είναι δεσμευμένος με όρκο στην ερωμένη του να παραδώσει ένα οχυρό.
[2] Ίσως ιερό της Αρτέμιδος, η οποία γεννήθηκε στη Δήλο. Παρακάτω ο Διόγνητος ορκίζεται στην Άρτεμη.
[3] Οι Ερυθραί ήταν ιωνική πόλη της Μικράς Ασίας.
[4] Γιορτή των Αθηναίων και των Ιώνων προς τιμήν του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, η οποία τελούνταν στις αρχές του καλοκαιριού.
[5] Στη διήγηση, όπως την παραδίδει ο Πλούταρχος, Γυναικών αρεταί 254D, η Πολυκρίτη στην πραγματικότητα εξαπατά το Διόγνητο και στέλνει κρυφά το μήνυμα.
[6] Στον Πλούταρχο η Πολυκρίτη τελικά διασώζει το Διόγνητο από τα χέρια των συμπολιτών της, αν και η ίδια πεθαίνει από τη συγκίνηση για τις τιμές που της επιφύλαξαν.