Οι Αθηναίοι και οι Πελασγοί



Οι κάτοικοι του Άργους στις Ικέτιδες του Αισχύλου αποκαλούνται Πελασγοί από το όνομα του βασιλιά τους. Η έκφραση εὐλόγως ἐπώνυμον (στίχος 252) που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος, για να το δηλώσει αυτό, είναι τυπική στον ποιητή μας στις περιπτώσεις που επιδίδεται συνειδητά σε ηχητικά παίγνια με τη σημασία των ονομάτων, προκειμένου να ερμηνεύσει ιδιότητες ή την αληθινή φύση προσώπων ή τόπων. Ο Πελασγός, λοιπόν, αποτελεί τον Επώνυμο Ήρωα, ο οποίος δίνει το όνομά του σε ένα λαό, όπως λ.χ. ο Ίων ή ο Δώρος. Ο Πελασγός είναι επίσης ο «αρχηγέτης» του λαού του (251). Η λέξη συνδυάζει την έννοια της «αρχής», της «προέλευσης» και την έννοια της «ηγεσίας». Κάποιοι σπουδαίοι ήρωες φέρουν τον τίτλο, όπως ο αρχηγέτης των Σπαρτιατών Ηρακλής (Ξενοφών, Ελλ. 6.3.6). Συνήθως, όμως, τον φέρουν ελάσσονες και τοπικές θεότητες, οι οποίες αποτελούν τους «ήρωες αρχηγέτες» μιας πόλης ή ενός έθνους.[1] Μερικές φορές οι ήρωες αυτοί είναι ανώνυμοι (βλ. λ.χ. Παυσ. 10.4.10), δέχονται όμως τακτική λατρεία ως θεμελιωτές πόλεων και γενάρχες πληθυσμών.

Οι αρχηγέτες λατρεύονταν στην αγορά, όπως και οι ιδρυτές πόλεων στο πλαίσιο του αποικισμού. «Αρχηγέτης» ήταν το επίσημο όνομα του Απόλλωνα στο ρόλο του ως θεμελιωτή πόλεων σε αποικιστικά συμφραζόμενα. Οι αρχηγέτες επιτελούσαν, λοιπόν, τριπλή λειτουργία: ως πρόγονοι, οικιστές ή ιδρυτές και ως δέκτες λατρείας. Οι αρχηγέτες είχαν επίσης συχνά και μια πολιτική λειτουργία, καθαγιάζοντας μια νέα πολιτική ή καθεστωτική τάξη. Έτσι στη Ρόδο, όταν ιδρύθηκε η ομώνυμη πόλη το 407 π.Χ. από το συνοικισμό τριών προγενέστερων πόλεων (Λίνδος, Ιαλυσός, Κάμειρος), προωθήθηκε ως καινούργιος αρχηγέτης ο Ήλιος στη θέση του Τληπόλεμου, ο οποίος θεωρούνταν παραδοσιακά ότι έφερε τους Δωριείς στη Ρόδο. Ένας από τους επτά γιους του Ήλιου έγινε ο πατέρας των τριών Επωνύμων Ηρώων, του Λίνδου, του Κάμειρου και του Ιαλυσού. Στην Αθήνα οι 10 Eπώνυμοι Ήρωες των νέων αττικών φυλών του Κλεισθένη ονομάζονταν «αρχηγέτες» και λατρεύονταν επίσης στην αγορά. Οι δέκα αυτοί ήρωες, αν και η σχέση τους με τις αντίστοιχες φυλές ήταν επινοημένη, εντούτοις γίνονταν αντιληπτοί με όρους συγγένειας ως πρόγονοι. Εδώ έχουμε άλλη μια χαρακτηριστική περίπτωση, κατά την οποία η πόλη παίρνει μια αρχικά αριστοκρατική έννοια, «του γενάρχη του αριστοκρατικού γένους», και την εφαρμόζει στη σφαίρα της πόλης, για να καθιερώσει μια νέα πολιτική τάξη και να ενώσει το λαό με υποτιθέμενους δεσμούς συγγένειας. Οι 10 Επώνυμοι Αρχηγέτες αντιπροσώπευαν στην Αγορά τη νέα κλεισθένεια πολιτική κοινότητα στις πολιτικές υποδιαιρέσεις της: στο μνημείο τους τοποθετούσαν τις δημόσιες ανακοινώσεις του δημοκρατικού κράτους, όπως καταλόγους επιστράτευσης, νέους νόμους κ.ο.κ., τις οποίες και καθαγίαζαν με την παρουσία τους. Η πολιτική λειτουργία του τίτλου του αρχηγέτη φαίνεται και από το γεγονός ότι αποδιδόταν επίσης και στους οικιστές των αποικιών, οι οποίοι ήταν συνήθως ταυτόχρονα και θεμελιωτές των πολιτευμάτων των νέων πόλεων. Οι παλιοί Επώνυμοι των τεσσάρων αρχαίων ιωνικών φυλών στην Αθήνα λεγόταν ότι ήταν γιοι του Ίωνος και ότι είχαν δώσει στην Αθήνα το παλαιό της πολίτευμα. Μπορεί να μην είναι τυχαίο ότι στις Ικέτιδες ο τίτλος του Πελασγού ως «αρχηγέτη» συνοδεύεται από τη σταθερή του προσήλωση στο καινοφανές (για τις προερχόμενες από την Αίγυπτο) Δαναΐδες πολίτευμα της δημοκρατίας. Μάλιστα ο Πελασγός ως αρχηγέτης μπορεί κάλλιστα να θεωρηθεί και ως ο θεμελιωτής της δημοκρατίας στο Άργος των Ικετίδων. Ο Κλεισθένης, θεμελιωτής της δημοκρατίας στην Αθήνα, συμβουλεύεται το μαντείο των Δελφών για το ονόματα των νέων Επωνύμων (Αριστοτ., Αθ. πολ. 21.6), με τον ίδιο τρόπο που οι μέλλοντες ιδρυτές αποικιών συμβουλεύονταν το μαντείο. Έτσι λειτουργεί ο ίδιος ως αρχηγέτης ή οικιστής που επανιδρύει την Αθήνα. Δεν πρέπει να υποτιμούμε την πολιτική σπουδαιότητα αυτών των ιδεών: ο κοινός πρόγονος-αρχηγέτης των πολιτών μιας πόλης αποτελούσε την έκφραση της σχέσης και της αλληλεξάρτησής τους και έδινε θρησκευτική επικύρωση σε πρόσφατα δημιουργημένες διοικητικές και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Συνεπώς, όταν ο Αισχύλος αποκαλεί τον Πελασγό «αρχηγέτη» του λαού του, δεν εννοεί μόνο ότι ήταν ο ηγέτης των Πελασγών, αλλά κατά κάποιο τρόπο και ο γενάρχης τους και ο θεμελιωτής του πολιτεύματός τους.

Είναι, λοιπόν, φανερό ότι ο Αισχύλος προσπαθεί να ερμηνεύσει την προέλευση του ονόματος «Πελασγοί» για τους αρχικούς κατοίκους της Ελλάδας. Κατά ένα παράδοξο τρόπο, όμως, αυτοί οι Πελασγοί δεν είναι βάρβαροι, όπως συνήθως περιγράφονται από τους αρχαίους συγγραφείς,[2] αλλά Έλληνες και ο πολιτισμός τους είναι από κάθε άποψη ελληνικός. Στο στ. 220, λοιπόν, ο Δαναός παρατηρεί ότι ο Ερμής που αντικρίζει έχει ελληνική μορφή (τοῖσιν Ἑλλήνων νόμοις).[3] Στους στ. 236-237 ο Πελασγός αναφέρει ότι η ενδυμασία των Δαναΐδων είναι παράξενη και δε μοιάζει με αυτή των Ελληνίδων, ενώ στο στ. 234 αποκαλεί τις Δαναΐδες ὅμιλον ἀνελληνόστολον. Λίγο παρακάτω (στ. 243) ο βασιλιάς του Άργους αποκαλεί το πελασγικό βασίλειό του Ἑλλὰς χθών, γη της Ελλάδας, ενώ στο στ. 914 αναρωτιέται πώς μπορεί ένας βάρβαρος, όπως ο Κήρυκας, να τα βάζει με Έλληνες.

Αξίζει στο σημείο αυτό να αναρωτηθούμε για ποιο λόγο ο Αισχύλος επιμένει να παρουσιάζει τους Πελασγούς ως Έλληνες και το βασιλιά τους να ονομάζεται Πελασγό. Το ότι το κάνει συνειδητά φαίνεται ξεκάθαρα από το εξής γεγονός: σε άλλες αφηγήσεις το όνομα του βασιλιά την εποχή της άφιξης των Δαναΐδων εμφανίζεται ως Γελάνωρ ή Ελλάνωρ και μόνο ο Αισχύλος επιλέγει να τον ονομάσει Πελασγό.[4]

Η απάντηση στο ερώτημά μας πρέπει να αναζητηθεί στη συνάφεια των αθηναϊκών ισχυρισμών περί αυτοχθονίας. Ο ισχυρισμός περί αυτοχθονίας μπορούσε να βασιστεί και σε μια υποθετική σχέση με τους Πελασγούς, τους πρώτους κατοίκους της Ελλάδας, ενισχύοντας έτσι την αίσθηση μιας μακρόχρονης ιστορίας και δεσμού με μία συγκεκριμένη περιοχή. Στην αθηναϊκή ηγεμονική ιδεολογία του 5ου αιώνα οι Αθηναίοι ταύτισαν τους εαυτούς τους με τους Πελασγούς μέσω της εξής λογικής πορείας: οι Πελασγοί ήταν οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδας. Οι Αθηναίοι ήταν πάντοτε στη γη τους (αυτόχθονες) και δεν ήρθαν από αλλού, όπως οι Δωριείς. Άρα οι Αθηναίοι ήταν Πελασγοί.[5]

Η ταύτιση αυτή Αθηναίων και Πελασγών μπορεί να εξηγήσει και τον κόπο, στον οποίο μπαίνει ο Αισχύλος, ώστε να τονίσει ότι οι Πελασγοί που συναντούν οι Δαναΐδες είναι Έλληνες: αν οι Πελασγοί ήταν βάρβαροι, όπως παρουσιάζονται σε ένα μεγάλο μέρος της αρχαίας παράδοσης, αυτό θα είχε ως συνέπεια και οι Αθηναίοι, οι οποίοι επικαλούνταν πελασγική καταγωγή, να πρέπει να θεωρηθούν επίσης βάρβαροι.

Το ότι θα μπορούσε μια ενδεχόμενη μομφή εναντίον των Αθηναίων για βαρβαρότητα να τεθεί στη βάση των ισχυρισμών τους περί της πελασγικότητάς τους φαίνεται ξεκάθαρα από τον Ηρόδοτο 1.56-58:
     Μετὰ δὲ ταῦτα ἐφρόντιζε ἱστορέων τοὺς ἂν Ἑλλήνων δυνατωτάτους ἐόντας προσκτήσαιτο φίλους. Ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους τε καὶ Ἀθηναίους προέχοντας͵ τοὺς μὲν τοῦ Δωρικοῦ γένεος͵ τοὺς δὲ τοῦ Ἰωνικοῦ. Ταῦτα γὰρ ἦν τὰ προκεκριμένα͵ ἐόντα τὸ ἀρχαῖον τὸ μὲν Πελασγικόν͵ τὸ δὲ Ἑλληνικὸν ἔθνος. Καὶ τὸ μὲν οὐδαμῇ κω ἐξεχώρησε͵ τὸ δὲ πολυπλάνητον κάρτα. Ἐπὶ μὲν γὰρ Δευκαλίωνος βασιλέος οἴκεε γῆν τὴν Φθιῶτιν͵ ἐπὶ δὲ Δώρου τοῦ Ἕλληνος τὴν ὑπὸ τὴν Ὄσσαν τε καὶ τὸν Ὄλυμπον χώρην͵ καλεομένην δὲ Ἱστιαιῶτιν· ἐκ δὲ τῆς Ἱστιαιώτιδος ὡς ἐξανέστη ὑπὸ Καδμείων͵ οἴκεε ἐν Πίνδῳ͵ Μακεδνὸν καλεόμενον· ἐνθεῦτεν δὲ αὖτις ἐς τὴν Δρυοπίδα μετέβη͵ καὶ ἐκ τῆς Δρυοπίδος οὕτως ἐς Πελοπόννησον ἐλθὸν Δωρικὸν ἐκλήθη. ῞Ηντινα δὲ γλῶσσαν ἵεσαν οἱ Πελασγοί͵ οὐκ ἔχω ἀτρεκέως εἰπεῖν· εἰ δὲ χρεόν ἐστι τεκμαιρόμενον λέγειν τοῖσι νῦν ἔτι ἐοῦσι Πελασγῶν τῶν ὑπὲρ Τυρσηνῶν Κρότωνα πόλιν οἰκεόντων͵ οἳ ὅμουροί κοτε ἦσαν τοῖσι νῦν Δωριεῦσι καλεομένοισι οἴκεον δὲ τηνικαῦτα γῆν τὴν νῦν Θεσσαλιῶτιν καλεομένην͵ καὶ τῶν Πλακίην τε καὶ Σκυλάκην Πελασγῶν οἰκισάντων ἐν Ἑλλησπόντῳ͵ οἳ σύνοικοι ἐγένοντο Ἀθηναίοισι͵ καὶ ὅσα ἄλλα Πελασγικὰ ἐόντα πολίσματα τὸ οὔνομα μετέβαλε͵ εἰ τούτοισι τεκμαιρόμενον δεῖ λέγειν͵ ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες. Εἰ τοίνυν ἦν καὶ πᾶν τοιοῦτο τὸ Πελασγικόν͵ τὸ Ἀττικὸν ἔθνος͵ ἐὸν Πελασγικόν͵ ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε. Τὸ δὲ Ἑλληνικὸν γλώσσῃ μέν͵ ἐπείτε ἐγένετο͵ αἰεί κοτε τῇ αὐτῇ διαχρᾶται͵ ὡς ἐμοὶ καταφαίνεται εἶναι. Ἀποσχισθὲν μέντοι ἀπὸ τοῦ Πελασγικοῦ ἐὸν ἀσθενές͵ ἀπὸ σμικροῦ τεο τὴν ἀρχὴν ὁρμώμενον αὔξηται ἐς πλῆθος τῶν ἐθνέων͵ Πελασγῶν πολλῶν μάλιστα προσκεχωρηκότων αὐτῷ καὶ ἄλλων ἐθνέων βαρβάρων συχνῶν· πρὸς ὃ δὴ ὦν ἔμοιγε δοκέει οὐδέ τι Πελασγικὸν ἔθνος͵ ἐὸν βάρβαρον͵ οὐδαμὰ μεγάλως αὐξηθῆναι.

Ο Ηρόδοτος στο χωρίο αυτό αντιλαμβάνεται τον ελληνικό κόσμο διαιρεμένο σε μια παλαιότατη εποχή (τὸ ἀρχαῖον) στα δύο ανάμεσα στην πελασγική και την ελληνική καταγωγή. Στο 1.56-58 (βλ. και το 8.44, οι Αθηναίοι ήταν πελασγικός λαός με το όνομα «Κραναοί») εξισώνει την παραπάνω αρχαία αντίθεση με την αντίθεση Αθήνας-Σπάρτης, Ιώνων και Δωριέων στο παρόν, αναπαράγοντας έτσι τις δομές δύναμης και τις αντιθέσεις του 5ου αιώνα.[6]

Οι Αθηναίοι/Πελασγοί δεν έφυγαν ποτέ από τη χώρα τους (καὶ τὸ μὲν οὐδαμῇ κω ἐξεχώρησε), ενώ οι Δωριείς/Έλληνες ήταν πολυπλάνητοι (τὸ δὲ πολυπλάνητον κάρτα) και πήραν το όνομά τους, μόνο όταν έφτασαν στην Πελοπόννησο (ἐς Πελοπόννησον ἐλθὸν Δωρικὸν ἐκλήθη). Ο Ηρόδοτος οδηγεί στη συνέχεια ως τις ακραίες της συνέπειες την αθηναϊκή ιδεολογία της αυτοχθονίας και της πελασγικής καταγωγής. Αυτό το επιτυγχάνει με τον εξής συλλογισμό, ο οποίος υπόκειται στο κείμενο: δεν ξέρουμε ποια γλώσσα μιλούσαν οι αρχαίοι Πελασγοί. Αν, όμως, πρέπει να κρίνουμε με βάση τους σημερινούς εναπομείναντες απογόνους τους, οι οποίοι μιλούν βαρβαρικά, τότε και οι παλαιοί Πελασγοί ήταν βαρβαρόφωνοι (εἰ τούτοισι τεκμαιρόμενον δεῖ λέγειν͵ ἦσαν οἱ Πελασγοὶ βάρβαρον γλῶσσαν ἱέντες). Συνεπώς και οι αρχαίοι Αθηναίοι ήταν βάρβαροι και μιλούσαν βαρβαρικά και μόνο αργότερα έγιναν Έλληνες και υιοθέτησαν την Ελληνική (τὸ Ἀττικὸν ἔθνος͵ ἐὸν Πελασγικόν͵ ἅμα τῇ μεταβολῇ τῇ ἐς Ἕλληνας καὶ τὴν γλῶσσαν μετέμαθε). Είναι βέβαιο ότι οι Αθηναίοι δε θα συμμερίζονταν τα συμπεράσματα του Ηροδότου σχετικά με τη βαρβαρική γλώσσα των Πελασγών και με το ότι οι Δωριείς ήταν γνησιότεροι Έλληνες από τους ίδιους.[7]

Η αθηναϊκή ερμηνεία της αυτοχθονίας κινείται σε διαφορετική κατεύθυνση: οι Αθηναίοι θεωρούσαν ότι ως αυτόχθονες ήταν καθαρότεροι Έλληνες από τους άλλους, ότι δεν είχαν αναμιχθεί με ξένα στοιχεία. Καθώς όμως οι πρώτοι κάτοικοι της Ελλάδας ήταν οι Πελασγοί, ο μόνος τρόπος, για να φανούν οι Αθηναίοι (Πελασγοί και οι ίδιοι ως αυτόχθονες) ως οι καθαρότεροι Έλληνες, θα ήταν αν οι Πελασγοί συλλαμβάνονταν εξαρχής ως Έλληνες. Αυτό ακριβώς κάνει και ο Αισχύλος στις Ικέτιδες.[8] Στην προσπάθειά του αυτή τον βοηθά το γεγονός ότι στον ελληνικό γενεαλογικό μύθο δεν είναι μόνο οι με τη στενή σημασία απόγονοι του Έλληνος που λογαριάζονται ως Έλληνες, αλλά εισάγονται σ’ αυτόν και άλλες γενιές, όπως λ.χ. των Ατλαντιδών, των Ιναχιδών ή των Ερεχθειδών. Αυτό επιτρέπει δυνητικά στους Αθηναίους να επικαλούνται την πελασγική τους καταγωγή και ταυτόχρονα να θεωρούνται Έλληνες.

-----------------------------------------------------------------------------------------

[1] Ο Κέκροψ και οι άλλοι θεμελιωτές του συνοικισμού στην Αθήνα χαρακτηρίζονται ως αρχηγέτες από το Στράβωνα 9.1.18.
[2] Υπήρχαν παραδόσεις που παρουσίαζαν τους Πελασγούς αναμφισβήτητα ως βαρβάρους και συνδυάζονταν συνήθως με μια εκδίωξή τους από τους Έλληνες. Συνήθως τους ταύτιζαν με τους Τυρρηνούς-Ετρούσκους (ήδη από τον 6ο αιώνα με τον Εκαταίο). Βλ. λ.χ. Εκατ. απ. 119, Θουκ. 4.109.4, Ελλάν. απ. 4, Μύρσιλος απ. 9, Φιλόχ. απ. 100-101 (όπου ταυτίζονται και με τους Σίντιες της Λήμνου), Στράβων 5.2.2. Δύο επιγραφές της ύστερης αρχαϊκής εποχής από τη Λήμνο (στήλη των Καμινίων) είναι γραμμένες πράγματι σε μια γλώσσα συγγενική με την Ετρουσκική. Αυτό το γεγονός δε σημαίνει βεβαίως ότι οι Πελασγοί ήταν πράγματι Τυρρηνοί ή Ετρούσκοι. Απλώς το πραγματικό γεγονός της σχέσης των κατοίκων της Λήμνου με τους Ετρούσκους εντάχθηκε στη μυθοποιΐα τη σχετική με τους Πελασγούς. 
[3] Η αισχύλεια εικόνα των Πελασγών που λατρεύουν ελληνικούς θεούς συμφωνεί μόνο εν μέρει με την παράδοση που καταγράφει ο Ηρόδοτος (2.52), ως προερχόμενη από το μαντείο της Δωδώνης, ότι οι Πελασγοί λάτρευαν θεούς, αλλά δεν είχαν ονόματα γι’ αυτούς, μέχρι που τα πήραν από τους Αιγύπτιους και στη συνέχεια τα κληροδότησαν στους Έλληνες. Το κοινό σημείο ανάμεσα στις δύο εκδοχές είναι ότι οι Πελασγοί λάτρευαν τους ίδιους θεούς με τους Έλληνες, μόνο που στον Αισχύλο οι ίδιοι οι Πελασγοί είναι ήδη Έλληνες και δεν έχουν πάρει τα ονόματά των θεών από τους Αιγυπτίους.
[4] Γελάνωρ στον Απολλόδωρο 2.1.4, Παυσ. 2.16.1, 2.19.3-4, Πλούτ., Πύρρος 2.10 (μολονότι αυτός είχε διαβάσει τις Ικέτιδες, όπως φαίνεται από τα χωρία 417ΕF, 607C), Γεώργιος Σύγκελλος σελ. 178 Mosshammer. Το Σ Ιλ. Α 42 έχει το όνομα Ελλάνωρ. Τον Πελασγό στην ιστορία των Δαναΐδων αναφέρουν μόνο το Σ Ευρ., Ορ. 857, 932 και ο Οβίδιος, Her. 14.23, αλλά και οι δύο πηγές φαίνεται ότι εξαρτώνται από τον Αισχύλο.
[5] Η έννοια της αυτοχθονίας ορισμένων πληθυσμών (π.χ. Αθηναίοι, Αρκάδες) ενίσχυε την άποψη ότι οι Πελασγοί ήταν Έλληνες, αφού οι πληθυσμοί αυτοί, μη υποκείμενοι σε αλλοιώσεις, διατήρησαν την πελασγική τους καταγωγή. Αφού λοιπόν στο παρόν είναι Έλληνες, αυτό σημαίνει ότι και στο μακρινό πελασγικό παρελθόν ήταν Έλληνες. Άρα οι Πελασγοί ήταν Έλληνες. Τα δύο θέματα, η αυτοχθονία και η πελασγική καταγωγή, δε συνδέονταν αναγκαστικά στην παράδοση. Για παράδειγμα ο Φερεκύδης φαίνεται ότι θεωρούσε μεν τους Αθηναίους αυτόχθονες, αλλά όχι Πελασγούς.
[6] Αυτό δε σημαίνει ότι στον Ηρόδοτο λείπουν οι αντιφάσεις, αφού αλλού φαίνεται να υπονοεί ότι οι Πελασγοί συνυπήρχαν με τους Αθηναίους στην αρχαία Αθήνα. Βλ. λ.χ. 2.52.1, 6.137-6.140. Οι αντιφάσεις αυτές του Ηροδότου σχετικά με την ακριβή σχέση Πελασγών και Αθηναίων μπορούν να αποδοθούν στο ότι γνώριζε ένα πλήθος διαφορετικών μεταξύ τους ιστοριών, επινοημένων για να εξηγήσουν ποικίλα χαρακτηριστικά της μεταγενέστερης Αττικής ή παράξενες λατρείες, όπως της Σαμοθράκης. Ανάλογη αντίφαση υπάρχει ακόμη και στο Θουκυδίδη μεταξύ των χωρίων 1.3 και 4.109.
[7] Για την παράξενη έννοια της μειωμένης ελληνικότητας των Αθηναίων και τον τονισμό της αυξημένης ελληνικότητας των Δωριέων που προκύπτει από το ηροδότειο χωρίο πβ. και την έννοια του δωρικού πέπλου ως κατεξοχήν ελληνικού ενδύματος και του δωρικού μέλους ως του αυθεντικά ελληνικού μουσικού τρόπου. Πρέπει, πάντως, να σημειωθεί ότι ο Ηρόδοτος αρέσκεται να οδηγεί στα άκρα τους διάφορους μύθους καταγωγής.
[8] Ο Αισχύλος δε φαίνεται να ήταν ο μόνος που θεωρούσε τους Πελασγούς ως πρώιμους Έλληνες της ηρωικής εποχής. Η αρχή αυτής της τάσης μπορεί να υπόκειται ή να έχει την αφετηρία της σε ορισμένα ομηρικά χωρία: οι Πελασγοί της Δωδώνης συνδέονται ήδη από τον Όμηρο με περιοχές και ονόματα που σχετίζονται με την εθνογένεση των Ελλήνων. Στον κατάλογο των πλοίων (Β 681-684) αναφέρεται ότι αυτοί που κατοικούν στο Πελασγικό Άργος, στην Τραχίνα, τη Φθία και την Ελλάδα ονομάζονται Μυρμιδόνες, Έλληνες και Αχαιοί. Στο Π 233-236 ο Αχιλλέας προσεύχεται στον Πελασγικό Δία της Δωδώνης, τον οποίο υπηρετούν οι Σελλοί. Τόσο η Φθία όσο και η Δωδώνη ήταν περιοχές που συνδέονταν με τη γέννηση του ονόματος «Έλληνες» και του όρου «Ελλάς», ενώ το όνομα Σελλοί (ή Ελλοί) φαίνεται ότι σχετίζεται γλωσσολογικά με τη λέξη «Έλληνες»: τα εθνικά σε –ηνες, -ανες είναι τυπικά για τη βορειοδυτική Ελλάδα. Για τη σύνδεση της Δωδώνης με το όνομα Έλληνες βλ. λ.χ. Αριστοτ. 352a. Το γεγονός ότι το Πελασγικό Άργος αποτελεί μέρος της επικράτειας του Αχιλλέα, αλλά και το ότι τα παραπάνω ομηρικά χωρία συνδέουν τους Πελασγούς με τοποθεσίες και ονόματα (Ελλάς, Δωδώνη) σχετικά με την ελληνική εθνογένεση, μπορεί να αποτέλεσε την αφορμή μιας τάσης να θεωρηθούν οι Πελασγοί ως Έλληνες. Δεδομένων όλων των παραπάνω ίσως δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η Δωδώνη περιλαμβάνεται στο βασίλειο του Έλληνα Πελασγού στις Ικέτιδες (258). Κατά δεύτερο λόγο η ταύτιση Πελασγών και Ελλήνων διευκολύνθηκε από το γεγονός ότι η μορφή του Πελασγού εισέρχεται σε ποικίλες ελληνικές γενεαλογίες. Βλ. λ.χ. Ακουσ. απ. 25, Φερεκ. απ. 156, Ελλάν. απ. 36, Ησίοδ. απ. 161 MW, Ηρόδ. 7.95.1 (οι Ίωνες και οι Αιολείς ήταν Πελασγοί), 7.94 (οι Ίωνες ήταν Πελασγοί Αιγιαλείς πριν από την άφιξη του Δαναού και του Ξούθου), 1.146.1 (οι Αρκάδες ήταν Πελασγοί), Χάραξ απ. 15, Σ Ευρ., Ορ. 1646, Ευρ., Ορ. 692, 857, 1247, 1296, 1601, Ηρακλδ. 315-317, Φοίν. 107, Βάτων απ. 5, Παυσ. 4.36.1. H παρουσίαση των Πελασγών ως Ελλήνων στην αττική τραγωδία συνδέεται ασφαλώς με το γεγονός ότι το αθηναϊκό κοινό ταύτιζε τον εαυτό του μ’ αυτούς, αλλά η αρχή της σχετικής παράδοσης πρέπει να αναχθεί στην αρχαϊκή εποχή, στο πλαίσιο της γενεαλογικής ποίησης. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το χωρίο του Θουκυδίδη (1.3), όπου ο ιστορικός, διερευνώντας το πότε επικράτησε το όνομα Έλλην για τον προσδιορισμό των Ελλήνων, μεταχειρίζεται τους Πελασγούς ως δυνάμει προγόνους των Ελλήνων, ως ένα από τα ελληνικά «έθνη» της ηρωικής εποχής, το ισχυρότερο.

Σταύρος Γκιργκένης