Οι ποταμοί Άραρ και Πακτωλός



Άραρ
(Πλούταρχος, Περί ποταμών 6)
Ο Άραρ είναι ποταμός της χώρας των Κελτών, ο οποίος πήρε το όνομά του από το ότι είναι συνδεμένος με τον Ροδανό.[1] Χύνεται κατηφορίζοντας σ’ αυτόν στην περιοχή της χώρας των Αλλοβρόγων. Πρωτύτερα αποκαλούνταν Βρίγουλος,[2] άλλαξε όμως όνομα για την ακόλουθη αιτία: ο Άραρ κυνηγώντας προχώρησε μέσα στο δάσος και βρήκε τον αδελφό του Κελτίβηρο σκοτωμένο από άγρια ζώα. Από την υπερβολική του λύπη χτύπησε θανάσιμα τον εαυτό του και έπεσε στον ποταμό Βρίγουλο, ο οποίος μετονομάστηκε απ’ αυτόν σε Άραρ.
            Μέσα σ’ αυτό το ποτάμι γεννιέται ένα μεγάλο ψάρι, που οι ντόπιοι το ονομάζουν σκολοπία.[3] Αυτό το ψάρι, όταν μεγαλώνει το φεγγάρι, είναι λευκό, αλλά όταν μικραίνει, γίνεται εντελώς μαύρο. Επειδή μεγαλώνει υπερβολικά, τελικά πεθαίνει από τα ίδια του τα αγκάθια.
            Στο κεφάλι του μέσα βρίσκεται ένας λίθος ίδιος με σπυρί από χοντρό αλάτι,[4] ο οποίος είναι ιδιαίτερα ευεργετικός για τον τεταρταίο πυρετό, αν προσδεθεί στο αριστερό μέρος του σώματος, όταν το φεγγάρι μικραίνει, όπως ιστορεί ο Καλλισθένης ο Συβαρίτης στο 13ο βιβλίο των Γαλατικών του, από όπου πήρε τις πληροφορίες του και ο Τιμαγένης ο Σύρος.
            Πλάι στο ποτάμι υπάρχει ένα βουνό που λέγεται Λούγδουνο. Άλλαξε το όνομά του για τον εξής λόγο: Ο Μώμορος και ο Ατεπόμαρος,[5] διωγμένοι από την εξουσία του Σεσηρονέως, ήρθαν κατ’ εντολή χρησμού σ’ αυτό το λόφο, θέλοντας να ιδρύσουν πόλη. Καθώς έσκαβαν τα θεμέλια, αιφνιδιαστικά εμφανίστηκαν κοράκια και, αφού διέσχισαν το χώρο πετώντας, γέμισαν τα γύρω δέντρα.[6] Ο Μώμορος, έμπειρος οιωνοσκόπος, ονόμασε την πόλη Λούγδουνον, γιατί στη γλώσσα τους το κοράκι λέγεται λούγος, ενώ το μέρος που εξέχει δούνος, όπως ιστορεί ο Κλειτοφών στο 13ο βιβλίο των Κτίσεων.[7]


Πακτωλός
(Περί ποταμών 7)
Ο Πακτωλός είναι ποταμός της Λυδίας κοντά στην πόλη των Σάρδεων.[8] Στο παρελθόν αποκαλούνταν Χρυσορρόας. Ο Χίος, γιος του Απόλλωνα και της Αγαθίππης, ασκούμενος στην τέχνη του μηχανικού, αλλά βασανισμένος από τη φτώχεια του, μέσα στη βαθιά νύχτα άνοιξε το θησαυροφυλάκιο του βασιλιά Κροίσου και κουβαλώντας έξω το χρυσάφι προσπαθούσε να το μοιράσει στους δικούς του. Καθώς, όμως, οι φρουροί τον καταδίωκαν και σχεδόν τον είχαν συλλάβει, έριξε τον εαυτό του στον ποταμό, που μετονομάστηκε από αυτόν σε Χρυσορρόας.[9]
Άλλαξε όνομα σε Πακτωλός εξαιτίας του ακόλουθου περιστατικού. Ο Πακτωλός, γιος του Ήλιου και της Λευκοθέας, στη διάρκεια των μυστηρίων της Αφροδίτης βίασε εν αγνοία του την αδερφή του, τη Δημοδίκη. Όταν έμαθε τι είχε συμβεί, από την υπερβολική του λύπη έπεσε στον ποταμό Χρυσορρόα, που ονομάστηκε από αυτόν Πακτωλός.[10] Μέσα του δημιουργούνται ψήγματα δαρεικού χρυσού που κατηφορίζουν προς τον Ευδαίμονα κόλπο.[11]
Εντός του δημιουργείται κι ένας λίθος που αποκαλείται αργυροφύλαξ. Μοιάζει με το ασήμι. Ανευρίσκεται με δυσκολία, επειδή είναι ανακατεμένος με τα ψήγματα που κατηφορίζουν. Έχει τέτοιου είδους δύναμη: οι διαπρεπείς Λυδοί τον αγοράζουν, τον αποθέτουν μπροστά από τις εισόδους των θησαυροφυλακίων τους και διαφυλάσσουν το αποθηκευμένο χρυσάφι τους δίχως κίνδυνο, αφού κάθε φορά που θα πλησιάσουν απειλητικά ληστές, ο λίθος αναδίδει ήχο σάλπιγγας. Οι ληστές, σαν να τους καταδιώκουν λογχοφόροι, πέφτουν στον γκρεμό. Ο τόπος όπου πεθαίνουν με αυτό τον βίαιο τρόπο ονομάζεται «φρουρά του Πακτωλού».
Γεννιέται επίσης (στο ποτάμι) ένα βοτάνι με πορφυρά άνθη, που ονομάζεται χρυσόπολις. Μ’ αυτό το βοτάνι οι γειτονικές πόλεις δοκιμάζουν την καθαρότητα του χρυσού∙ γιατί την ώρα που χωνεύεται ο χρυσός, ακουμπούν πάνω του το βοτάνι. Αν ο χρυσός είναι ανόθευτος, τα φύλλα του γίνονται χρυσά και διατηρούν την ουσία του υλικού. Αν όμως ο χρυσός είναι νοθευμένος, το φυτό αποβάλλει την αλλοιωμένη υγρασία, όπως ιστορεί ο Χρύσερμος στο τρίτο βιβλίο τού Περί ποταμών.
Κοντά στο ποτάμι βρίσκεται το όρος Τμώλος, γεμάτο από κάθε είδους άγρια ζώα. Παλαιότερα αποκαλούνταν Καρμανόριον από τον Καρμάνορα, γιο του Διονύσου και της Αλεξιρροίας.[12] Αυτός κυνηγώντας τραυματίστηκε από ένα αγριογούρουνο και πέθανε. Αργότερα το βουνό μετονομάστηκε σε Τμώλος για την ακόλουθη αιτία: ο Τμώλος, γιος του Άρη και της Θεογόνης, βασιλιάς της Λυδίας, κυνηγώντας στο όρος Καρμανόριον, αντίκρισε την Αρρίππη,[13] παρθένα που ήταν στην συντροφιά της Αρτέμιδος. Την επιθύμησε και γεμάτος από έρωτα την καταδίωκε, προσπαθώντας να την βιάσει. Εκείνη, ενώ κόντευε να την συλλάβει, διέφυγε στο ναό της Αρτέμιδος. Ο τύραννος, περιφρονώντας κάθε φόβο θεού, διέφθειρε την κοπέλα μέσα στο τέμενος. Εκείνη, κυριευμένη από λύπη, τερμάτισε τη ζωή της με αγχόνη. Η θεά, αγανακτισμένη από την προσβλητική πράξη,  έστειλε εναντίον του Τμώλου έναν μανιασμένο ταύρο, ο οποίος τον τίναξε ψηλά. Ο Τμώλος προσγειώθηκε πάνω σε κάτι παλούκια και πέθανε με τρόπο βασανιστικό. Ο Θεοκλύμενος, ο γιος του, έθαψε τον πατέρα του και μετονόμασε το βουνό σε Τμώλο.
     Στο βουνό δημιουργείται ένας λίθος όμοιος με την ελαφρόπετρα και δυσεύρετος, γιατί τέσσερις φορές την ημέρα αλλάζει το χρώμα του. Μπορούν να τον δουν οι κοπέλες που δεν έφτασαν ακόμη στην ηλικία της φρόνησης. Όσες, πάλι, είναι στην ώρα του γάμου, εάν τον δουν, δεν παθαίνουν τίποτα από όσους θελήσουν να τις βιάσουν, όπως ιστορεί ο Κλειτοφών. 




[1] Άραρ είναι η ονομασία που χρησιμοποιείται από τους Λατίνους για τον ποταμό της ανατολικής Γαλλίας Saône, ο οποίος χύνεται στον Ροδανό (Rhône) κοντά στη Λυών (αρχαίο Λούγδουνον, γαλλορωμαϊκό Lugdunum). Ο Πλούταρχος εδώ ετυμολογεί το όνομα Άραρ από τη ρίζα αρ- που δηλώνει την έννοια της σύνδεσης, της συνάρθρωσης (βλ. αραρίσκω, αρμόττω, άρθρο κ.τ.λ.), επειδή ο ποταμός συνδέεται με τον Ροδανό. Παρακάτω, όμως, στην ίδια παράγραφο δίνει μια δεύτερη ετυμολογική ερμηνεία από το όνομα (Άραρ) του ανθρώπου που έπεσε μέσα στο ποτάμι, σύμφωνα με ένα γενικό μοτίβο που απαντά στο Περί ποταμών.  
[2] Ίσως το όνομα συνδέεται με τη γαλατική λέξη brigo-, η οποία σημαίνει «δύναμη», «ρώμη» και απαντά σε σύνθετα ανθρωπωνύμια (Βρίγιος, Βριγόμαρος).Το όνομα Κελτίβηρος παρακάτω υποδήλωνε για τους αρχαίους Έλληνες τους Κέλτες της ιβηρικής χερσονήσου.
[3] Από το σκόλοψ (=αγκάθι, παλούκι). Βλ. παρακάτω την αναφορά στα αγκάθια του ψαριού.
[4] Πιθανώς έχουμε αναφορά στον ωτόλιθο. Οι ωτόλιθοι είναι πέτρες μέσα στο αυτί των ψαριών, οι οποίες δημιουργούνται από την σύμπηξη ανθρακικού ασβεστίου και πρωτεΐνης μέσα στο αυτί, κοντά στον εγκέφαλο (πβ. Αριστοτ. 602a).
[5] Το όνομα Ατεπόμαρος έχει ως δεύτερο συνθετικό το τυπικά γαλατικό -maros (ο μεγάλος), που το βρίσκουμε και σε άλλα γαλατικά ανθρωπονύμια. Το πρώτο συνθετικό Ατεπο-, το οποίο εμφανίζεται ως Atepos σε γαλατικές επιγραφές,  μπορεί να είναι επίσης σύνθετο από το εμφατικό at- και το θέμα epos (άλογο) ή το θέμα tepo- (τρέχω). Άρα το όνομα Ατεπόμαρος σημαίνει «πολύ μεγάλο άλογο» ή «πολύ μεγάλος δρομέας». Ο Ατεπόμαρος εμφανίζεται και αλλού στον Πλούταρχο (313Α) ως βασιλιάς των Γαλατών που ηττήθηκε από τους Ρωμαίους. Ο Μώμορος και ο Σεσηρωνεύς παρακάτω είναι άγνωστοι από αλλού. Το όνομα του πρώτου μπορεί να σχετίζεται με την κελτική λέξη για τη θάλασσα (mori), ενώ του δεύτερου με τη λέξη για το κλαδευτήρι (serra).
[6] Το αφηγηματικό πρότυπο εδώ είναι οι ιστορίες αποικισμού των Ελλήνων, στις οποίες μια ομάδα ανεπιθύμητων φεύγει εθελοντικά ή με τη βία από μια πόλη, για να ιδρύσει μια αποικία (πβ. τους Παρθενίες στη Σπάρτη, οι οποίοι ιδρύουν τον Τάραντα). Η εμφάνιση ενός θεϊκού σημαδιού ή ενός χρησμού είναι συνήθης σε τέτοιες ιστορίες.
[7] Η πρακτική της οιωνοσκοπίας ήταν συνήθης στους Γαλάτες, συνήθως με τη συνοδεία θυσίας ζώων ή και ανθρώπων (Διόδ. 5.31). Η εμφάνιση πουλιών ως θεϊκού οιωνού κατά την κτίση πόλεων είναι γνωστή και από την περίπτωση της Ρώμης: εμφανίστηκαν στο Ρώμο και τον Ρωμύλο δύο όρνεα, ένα στον Αβεντίνο κι ένα στον Παλατίνο λόφο. Η ετυμολογία του ονόματος του γαλλορωμαϊκού Lugdunum (Λυών) είναι σχεδόν βέβαιη ως προς το β΄ συνθετικό: dunum σημαίνει τον τόπο που προεξέχει στη γαλατική και εμφανίζεται ως συνθετικό σε πολλά γαλατικά τοπωνύμια. Η ετυμολογία του πρώτου συνθετικού (lugu-) είναι αμφίβολη, αν και ορισμένοι το συνδέουν με τη ρίζα της λέξης «λευκός». Σ’ αυτή την περίπτωση θα επρόκειτο για ευφημισμό, αφού το κοράκι είναι μαύρο. Πάντως το κοράκι επανεμφανίζεται στο πλαίσιο της γαλατικής ιστορίας: κατά την εισβολή των Γαλατών στην Ιταλία των 4ο αιώνα π.Χ. ο Μ. Valerius πήρε το προσωνύμιο Corvinus (Κόρακας), επειδή κατά τη μονομαχία του με κάποιον Γαλάτη ένα κοράκι κάθισε στην περικεφαλαία του, κάτι που θεωρήθηκε καλός οιωνός.   
[8] Ο Πακτωλός είναι ένας μικρός ποταμός, ο οποίος, όπως και ο Κάυστρος, εκκινεί από τον ορεινό όγκο του Τμώλου, διασχίζει τις Σάρδεις και χύνεται στον Έρμο. Ήταν διάσημος στην αρχαιότητα ως φορέας ψηγμάτων χρυσού, στην πραγματικότητα ήλεκτρου (μείγμα χρυσού και ασημιού), αλλά στην εποχή του Στράβωνα (13.4.5) το απόθεμα είχε εξαντληθεί. Είχε συνδεθεί με τον πλούτο των Σάρδεων και του βασιλείου των Λυδών.
[9] Η Χίος, επώνυμος της οποία ήταν ο Χίος, βρίσκεται απέναντι από τη μικρή χερσόνησο που προεκτείνει την οροσειρά του Τμώλου. Η ιστορία του ικανού μηχανικού που κλέβει τον χρυσό του βασιλιά απαντά και σε άλλες ιστορίες: στον Ηρόδοτο (2.121, σε σχέση με τον φαραώ Ραμψίνιτο) ή στον Παυσανία (9.37.5-6), όπου ο Τροφώνιος και η Αγαμήδη εποφθαλμιούν τον θησαυρό του Υριέως.  
[10] Λευκοθέα ήταν το όνομα μιας θεότητας που λατρευόταν σε διάφορα σημεία της ελληνικής Μεσογείου (λ.χ. Θεσσαλία, Μασσαλία, Κως) και συνδεόταν με τον μύθο της Ινώς. Λευκοθόη λεγόταν μια κόρη του Ορχομενού / Όρχαμου, την οποία αποπλάνησε ο Ήλιος, την έθαψε ζωντανή ο πατέρας της και τελικά μεταμορφώθηκε σε φυτό. Ανάμεσα στους Αργοναύτες μερικές φορές αναφέρεται ο Θερσάνωρ, γιος του Ήλιου και της Λευκοθόης από το νησί της Άνδρου.
[11] Με την έκφραση «δαρεικός χρυσός» έχουμε έμμεση παραπομπή στον δαρικό, ελληνική ονομασία του χρυσού νομίσματος της περσικής δυναστίας των Αχαιμενιδών. Οι ελληνικές πηγές, ωστόσο, αποδίδουν συνήθως την επινόηση του νομίσματος στους Λυδούς (Ηρόδ. 1.94), πριν από την περσική κατάκτηση των μέσων του 6ου αιώνα π.Χ.
            Ο Ευδαίμων κόλπος δεν μαρτυρείται από άλλη αρχαία πηγή, ενώ το ίδιο το γεγονός ότι ο Πακτωλός χυνόταν όχι στη θάλασσα, αλλά στον ποταμό Έρμο, καθιστά το σημείο αυτό του κειμένου προβληματικό.
[12] Μια Αλεξιρρόη είναι μητέρα τού προσώπου που δίνει το όνομά του στον ποταμό Σάγαρη στην 12η ιστορία τού Περί ποταμών.
[13] Μια Αρρίπη ή Αρσίππη είναι θυγατέρα του Μινύα στον Αιλιανό (Ποικ ιστ.  3.42), και στον Αντωνίνο Λιβεράλη (10.1).