Μεροπίς: η θεά Αθηνά, ο Ηρακλής κι ο θάνατος του Άστερου




Το έπος ασχολούνταν κατά πάσα πιθανότητα με την πολιορκία της Κω από τον Ηρακλή, κατά την επιστροφή του τελευταίου από την Τροία. Βλ. Σ Πίνδ., Νεμ. 4, 40 + 42b: «Ο γενναίος Τελαμώνας, την εποχή που αναφέρθηκε παραπάνω, μαζί με τον Ηρακλή εκπόρθησε την Τροία, εκπόρθησε όμως μαζί του και τη χώρα των νησιωτών που τώρα λέγονται Κώοι, τότε όμως Μέροπες... Ότι ο Ηρακλής επιστρέφοντας από την Ασία εκπόρθησε και την Κω, το μαρτυρεί και ο Όμηρος (Ιλ. Ξ 255)... Πήρε μάλιστα ως ξεχωριστό λάφυρο τη Χαλκιόπη, κόρη του βασιλιά Ευρύπυλου, απ' την οποία απέκτησε γιο, το Θεσσαλό...». Στους στίχους που σώζονται ο Ηρακλής κινδυνεύει σοβαρά από τον Άστερο, τον σώζει όμως η Αθηνά, που σκοτώνει τον Άστερο και αφαιρεί το δέρμα του. Το ποίημα πρέπει να είναι αρχαιότερο του 2ου αιώνα π.Χ., αφού το γνώριζε ο Απολλόδωρος. Ο 4ος ή ο 3ος αιώνας είναι τα πιθανότερα χρονικά όρια συγγραφής του. Η υπόθεση του ποιήματος μοιάζει να προέρχεται από το συνδυασμό διαφορετικών μύθων, κυρίως όμως α) της εκστρατείας του Ηρακλή στην Κω, β) τη θανάτωση των Γιγάντων από την Αθηνά, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο Αστήρ (Αριστοτ. απ. 637 Rose), του οποίου τη δορά η Αθηνά απέσπασε και έφτιαξε την αιγίδα της.

(Απολλοδώρου Αθηναίου, Περί θεών απ. 354 Mette ): «Θα μεταφερθούμε τώρα σε ένα ποίημα που επιγραφόταν Μεροπίς -ένας τίτλος που δε  φανερώνει το συγγραφέα- και το οποίο ανάμεσα στους Μέροπες που απαριθμούνται στην Κω ξεκαθάριζε ότι υπήρχε και ο Άστερος. Αυτός ήταν μάχιμος και δυνατός, ακόμη και άτρωτος. Όταν λοιπόν ο Ηρακλής έφτασε στην Κω και ξεκίνησε πόλεμο με τους Κώους, καθώς οι σύντροφοι του Ηρακλή πιέζονταν από τον Άστερο, ήρθε να τους βοηθήσει η Αθηνά, επειδή ήξερε ότι από τον Ηρακλή εκείνος δεν επρόκειτο να πάθει τίποτα, αλλά αντίθετα μάλλον θα φονευόταν ο Ηρακλής από τον Άστερο. Τέλος, όταν ο Άστερος αφανίστηκε από την Αθηνά, αυτή θεώρησε ότι το δέρμα του θα της ήταν χρήσιμο και για τους άλλους κινδύνους. Γι' αυτό και το αφαίρεσε από το σώμα μαζί με τα πόδια και τα χέρια και περιβλήθηκε μ' αυτό. Μου φάνηκε ότι το ποίημα ήταν κάποιου νεότερου συγγραφέα. Ασχοληθήκαμε μαζί του, λόγω της ιδιομορφίας της αφήγησής του. Το έπος είχε ως εξής:
Έριξε τότε ο Ηρακλής και άλλα βέλη στων Μερόπων
τ’ ανελέητα πλήθη, ηχώντας με τη χορδή του τόξου του...
Όμως τον Άστερο το βέλος δεν τον δάμασε: τρεις φορές
του ’ριξε με το τόξο, το δέρμα του όμως δεν το έφτανε,
μα το οξύ το βέλος όπως σε πέτρα σκληρή αναπηδούσε κι έπεφτε στη γη. 
Πικρή οργή κυρίεψε τον Ηρακλή ωσάν το είδε...
Και θα τον σκότωνε τον Ηρακλή, εάν η Αθηνά
δε βρόνταγε ορμητικά, μέσα απ' τα νέφη κατεβαίνοντας,                
και χτυπώντας με την παλάμη το απαλό του δέρμα φάνηκε μπρος
στο βασιλιά Ηρακλή. Κι αυτός λαχανιασμένος, καθώς έτρεχε,
την είδε και τη θεά αναγνώρισε...
Έτρεξε τότε ο Ηρακλής στο πλήθος των Μερόπων. Κι η Αθηνά
του Άστερου του πέρασε την αιχμή απ' το στήθος πέρα ως πέρα.
Κι αυτός σωριάστηκε. Γιατί των αθανάτων τα χτυπήματα στη γη
με των θνητών ίδια δεν είναι. Κραύγασε, μπρούμυτα,
και μαύρη ομίχλη ακούμπησε στα μάτια του,
στον Άδη η αδιάντροπη ψυχή του αναχώρησε...
Κι η Αθηνά αποφάσισε το δέρμα του στο σώμα της να το ντυθεί.
Του ’γδαρε όλο το δυνατό του δέρμα, που στη στιγμή ξεράθηκε.
Έφερε κι έριχνε πάνω του νέκταρ η αθάνατη θεά[1]
και γύρω απ' το σώμα της το τύλιξε για προστασία,
μαζί με τα χέρια και τα πλατιά του πόδια.
Έτσι αφού στολίστηκε, χαιρότανε...





[1] To νέκταρ και η αμβροσία είχαν την ικανότητα να αναζωογονούν τα νεκρά σώματα. Πβ. Ιλ. Τ 38-9 για το σώμα του Πατρόκλου.