Με αφορμή τον Κριαρά: για το γλωσσικό ζήτημα, το πολυτονικό και τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών


Ο πολύ πρόσφατος θάνατος του Εμμανουήλ Κριαρά, υπέρμαχου της καθιέρωσης της δημοτικής γλώσσας σε όλο το φάσμα του νεοελληνικού βίου καθώς και του μονοτονικού συστήματος, μου δίνει την ευκαιρία για μερικές γενικές σκέψεις σε σχέση με τα γλωσσικά ζητήματα στη χώρα μας.
Η Ελλάδα υπέφερε διαχρονικά πάντα από κάποιου είδους γλωσσικό διχασμό, ο οποίος έπαιρνε ανά τους αιώνες διαφορετικές μορφές. Από τους αττικιστές της αρχαιότητας μέχρι τους καθαρευουσιάνους της νεότερης ιστορίας και τους πολύ πρόσφατους υπερασπιστές της αναβίωσης του πολυτονικού συστήματος, το γλωσσικό ζήτημα παραμένει πάντα καίριο μεταξύ των Ελλήνων. Γιατί;
Η απάντηση δεν είναι μονοδιάστατη και διαφέρει από εποχή σε εποχή. Για τους αρχαίους αττικιστές η επιμονή στο γραπτό αττικό γλωσσικό πρότυπο ήταν μια ένδειξη ανωτερότητας της πνευματικής ελίτ απέναντι στο πλήθος που μιλούσε την «φθαρμένη» Ελληνιστική Κοινή.[1] Ταυτόχρονα αποτελούσε και μέσο δήλωσης πνευματικής ανωτερότητας εντός των ίδιων των κύκλων της ελίτ απέναντι σε συγγραφείς, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούσαν καθόλου ή με την ίδια ευχέρεια το αττικιστικό γραπτό γλωσσικό όργανο. Υπήρξαν όμως και άλλοι παράμετροι: σε μια εποχή πολιτικής υποδούλωσης στους Ρωμαίους η επιστροφή στην γλώσσα ενός Πλάτωνα και ενός Ξενοφώντα και γενικά στα πολιτιστικά επιτεύγματα μιας εποχής που ήδη γινόταν αντιληπτή ως κάτι εξαιρετικό στην ιστορία των Ελλήνων αποτελούσε επίδειξη πολιτιστικής ανωτερότητας απέναντι στους Ρωμαίους. Σ’ όλα αυτά δεν αποκλείεται και μια πρόθεση επίδειξης ανωτερότητας απέναντι και σε άλλους πληθυσμούς της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας που είχαν υιοθετήσει την Ελληνική στην Κοινή της μορφή.      
Ο αττικισμός πέρασε και στην επόμενη, βυζαντινή περίοδο, για διάφορους λόγους: η αττική διάλεκτος υιοθετήθηκε από τους Μεγάλους Πατέρες της Εκκλησίας στα πιο σημαντικά γραπτά τους, προκειμένου να συναγωνιστούν τους πνευματικούς ηγέτες των οπαδών της αρχαίας θρησκείας και να αποδείξουν ότι ο Χριστιανισμός στην πιο εκλεπτυσμένη του μορφή δεν έχει να ζηλέψει τίποτα, πνευματικά ή γλωσσικά, από τους αρχαίους στοχαστές, συγγραφείς και φιλοσόφους. Η χρήση αυτή προσέδωσε κύρος στη χρήση της αττικίζουσας κατά τους επόμενους αιώνες από συγγραφείς που στόχευαν να αποδείξουν το υψηλό πνευματικό επίπεδό τους. Μπορούμε να υποθέσουμε ότι η χρήση μιας μορφής της αρχαιοελληνικής γλώσσας ενισχυόταν επίσης και από ένα αίσθημα εθνικής και πολιτιστικής συνέχειας των Βυζαντινών με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, αλλά  και από μια προσπάθεια επίδειξης ανωτερότητας απέναντι στην βαρβαρική και αλλόδοξη Δύση.
Στα νεότερα χρόνια η Καθαρεύουσα δικαιολογήθηκε ως το μέσο αποκάθαρσης της γλώσσας του λαού από τα ξένα λεξιλογικά στοιχεία που εισέδυσαν κατά την οθωμανική κατοχή, αλλά και από τους «βαρβαρισμούς» που επικράτησαν με την πάροδο των αιώνων σε φωνολογικό, μορφολογικό και συντακτικό επίπεδο. Η Δημοτική αντιμετωπίζεται ως ένα είδος γλωσσικής κατάπτωσης και φθοράς που πρέπει να διορθωθεί με μια προσφυγή στο αρχαιοελληνικό ιδεώδες.  
Πολλά μπορεί να πει κανείς για την Καθαρεύουσα, πολλά αρνητικά και πολλά θετικά, αλλά εδώ δεν είναι ο τόπος να αναπτυχθούν αναλυτικά. Η αποτυχία της να επιβληθεί ως ομιλούμενο γλωσσικό όργανο στο στόμα του απλού λαού υποδεικνύει ότι είναι αδύνατο να επιβάλεις μια τεχνητή γλωσσική δομή σε ένα ζωντανό γλωσσικό όργανο, όπως ήταν και είναι η Δημοτική. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ωραιότερα κείμενα της νεοελληνικής λογοτεχνίας διαχρονικά είναι γραμμένα στη φυσική γλώσσα του συγγραφέα τους, τη Δημοτική. Στα θετικά της Καθαρεύουσας πρέπει βέβαια να αναγνωριστεί η γιγάντια λεξικοπλαστική προσπάθεια για τη δημιουργία λ.χ. σύγχρονης επιστημονικής ορολογίας με ελληνικά στοιχεία και μέσω του μεταφραστικού δανεισμού από τις ευρωπαϊκές γλώσσες. Επίσης θετικό μπορεί να θεωρηθεί το γεγονός ότι εμπλούτισε τη Νεοελληνική σε φωνολογικό επίπεδο, αφού επανέφερε στη χρήση συμπλέγματα όπως λ.χ. το πτ- ή το κτ- που από καιρό είχαν μετατραπεί σε φτ- και χτ-. Έτσι δυνητικά άνοιξε δρόμο για μια δυνατότητα απεριόριστου εσωτερικού δανεισμού από το αρχαιοελληνικό απόθεμα λέξεων.[2] Η αναβίωση πολλών αρχαίων συνδέσμων και επιρρημάτων συνετέλεσε στη δημιουργία ενός εκλεπτυσμένου υποτεταγμένου λόγου στη Νεοελληνική.
Όσο κι αν η Νεοελληνική Κοινή που διδάσκεται και ομιλείται σήμερα αποτελεί συνέχεια της Αρχαίας Ελληνικής τα δύο γλωσσικά συστήματα από βαθιά δομική άποψη είναι πολύ διαφορετικά. Η αναβίωση της Αρχαίας Ελληνικής ως ζωντανής γλώσσας είναι πρακτικά αδύνατη όσο και η αναβίωση της Λατινικής στις χώρες που ομιλούνται οι ρωμανικές απόγονοί της. Οι Ιταλοί και οι Γάλλοι έχουν αυτονόητα λύσει τα ζητήματα αυτά από πολύ καιρό. Αλλά στην Ελλάδα το θέμα επανέρχεται συνεχώς συνήθως μέσω της πρόφασης της δήθεν λεξιπενίας ή της γλωσσικής φτώχειας. Συγχέονται όμως μ’ αυτό τον τρόπο δύο διαφορετικά πράγματα: οι δυνατότητες του γλωσσικού οργάνου και η πραγμάτωσή τους. Η δεύτερη είναι καθαρά θέμα πολιτισμού και παιδείας. Ένας λαός με χαμηλή πνευματική καλλιέργεια δεν μπορεί να αξιοποιήσει ένα εκλεπτυσμένο γλωσσικό όργανο όσο πλούσιο κι αν είναι αυτό. Μοιάζει με τον πλούσιο που ζητιανεύει στα σταυροδρόμια, ενώ έχει εκατομμύρια στην τράπεζα.  
Κι έρχομαι στη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών στο σχολείο. Ο Κριαράς είχε προτείνει την κατάργηση της διδασκαλίας τους στο Γυμνάσιο, όπως ίσχυε και στην εποχή που πήγαινα εγώ στο Γυμνάσιο και το Λύκειο στη δεκαετία του 1980-1990. Έμαθα Αρχαία ξεκινώντας από την 1η Λυκείου και νομίζω ότι τα έμαθα αρκετά καλά. Εδώ και χρόνια έχω την εμπειρία να διδάσκω Αρχαία στο Γυμνάσιο. Η εμπειρία είναι αρνητική: ελάχιστοι μαθητές είναι ικανοί να ακολουθήσουν και οι περισσότεροι τα φοβούνται ή τα απεχθάνονται. Μαθητές που ταυτόχρονα δεν έχουν εμπεδώσει καν την παράλληλη διδασκαλία της Νεοελληνικής. Και φυσικά η εγνωσμένη ανικανότητά μου στη διδασκαλία των Αρχαίων μπορεί να ερμηνεύσει μόνο ένα μέρος του προβλήματος. Με πολύ πιο οξύ τρόπο η παθολογική εμμονή της πολιτείας στη λεπτομερή διδασκαλία της γραμματικής και του συντακτικού της Αρχαίας Ελληνικής στο Γυμνάσιο μετατρέπει τα σπουδαία κείμενά της σε μπαμπούλα. Τα βαθιά νοήματα και διδάγματα παραμερίζονται για χάρη της υπογεγραμμένης, της περισπωμένης και της δασείας.
Και με αφορμή την τελευταία πρόταση έρχομαι στο τελευταίο ζήτημα: το τονικό.[3] Η όψιμη αναθέρμανση του ζητήματος για το οποίο πάλεψε ο Κριαράς αποτελεί και πάλι ψευδοδίλημμα. Οι αρχαίοι της κλασικής εποχής, όταν έγραφαν τα αριστουργήματά τους και τελειοποιούσαν τη γλώσσα τους, δεν μάθαιναν και δεν έβαζαν τόνους. Και υποψιάζομαι ότι δεν ήταν γι’ αυτό το λόγο λιγότερο έξυπνοι από τις γενιές των Νεοελλήνων που μεγάλωσαν μαθαίνοντας άγονα το πολυτονικό. Ούτε και οι υπόλοιποι ευρωπαϊκοί λαοί ανέθρεψαν λιγότερους επιστήμονες, στοχαστές και καλλιτέχνες, επειδή δεν έχουν τόνους στην ορθογραφία τους. Αν κάποιοι επιθυμούν ως προσωπική πνευματική άσκηση ή ως καλλιτεχνική πινελιά να βάζουν τόνους, ας το κάνουν. Αλλά δεν μπορούν να φορτώσουν το περιττό φορτίο στις πλάτες όλων μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος.
Η Νεοελληνική είναι απίστευτα πλούσια γλώσσα, αν κανείς μπει στον κόπο να γνωρίσει τις δυνατότητές της. Δεν μπορούμε, όμως, να περιμένουμε πολλά από αυτήν, όταν ένα μεγάλο μέρος των Νεοελλήνων δεν διαβάζει τίποτα ή όταν τα ρηχά αναγνώσματα είναι πρώτα σε πωλήσεις. Η Νεοελληνική μπορεί να καλλιεργηθεί περαιτέρω, όπως κάθε ζωντανή γλώσσα, αλλά αυτό προϋποθέτει μια ορισμένη προσήλωση στην Παιδεία με την γενικότερη έννοια, ένα γεγονός που δυστυχώς δεν διακρίνω στην ελληνική κοινωνία: είναι άλλο να εξασφαλίζεις την πρόσβασή σου σε μια πανεπιστημιακή σχολή και άλλο να είσαι άνθρωπος που επιζητεί την πνευματική καλλιέργεια. Η Αρχαία Ελληνική πάντα θα παίζει σημαίνοντα ρόλο στα ελληνικά πολιτιστικά πράγματα χάρη στα κλασικά της επιτεύγματα σε όλους τους τομείς και σε πείσμα της άγονης, φαντασιόπληκτης και τελικά απωθητικής αρχαιοπληξίας που έχει εξαπλωθεί σαν αρρώστια στις μέρες μας. Κάποτε όμως πρέπει να απαλλαγούμε από το γλωσσικό σύμπλεγμα που μας διακρίνει ως κοινωνία για την δήθεν κατωτερότητα της σύγχρονης γλώσσας μας. Η γλώσσα μας είναι το ζωντανό δώρο που μας κληροδότησαν οι πρόγονοί μας. Οφείλουμε να την φροντίζουμε σαν μητέρα και να την αγαπάμε σαν παιδί που θα το παραδώσουμε στο μέλλον. Οφείλουμε να την καλλιεργούμε διαρκώς και να την εκλεπτύνουμε και σ’ αυτή την προσπάθεια η γόνιμη επαφή με την αρχαία της μορφή θα είναι στο διηνεκές ωφέλιμη. Αλλά η επαφή αυτή μπορεί να αποτελεί μόνο ένα μέρος αυτής της προσπάθειας. Κάθε απόπειρα να γυρίσει ο ρους της γλωσσικής ιστορίας είναι μάταιη, άγονη και αντιπαραγωγική.               




[1] Για τη δική μας βέβαια οπτική γωνία, ακόμη και η Ελληνιστική Κοινή είναι Αρχαία Ελληνική! Πολλές λέξεις και εκφράσεις που θεωρούμε νόμιμα αρχαία ελληνικά καθιερώθηκαν στην πραγματικότητα για πρώτη φορά κατά την περίοδο της Κοινής και οι Αττικιστές αρρώσταιναν γλωσσικά μ’ αυτές. Έχουν σωθεί κατάλογοι στους οποίους οι Αττικιστές καταδικάζουν τις νέες γλωσσικές χρήσεις, αλλά η ιστορία δεν ήταν βέβαια με το μέρος τους...  
[2] Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι και η γλώσσα του λαού δεν είχε (και έχει) μια εκπληκτική δύναμη δημιουργίας καινούργιων παράγωγων ή σύνθετων λέξεων. Τα αναρίθμητα βυζαντινά σύνθετα που καταγράφει ο Κριαράς στο λεξικό του αποτελούν απόδειξη γι’ αυτό.
[3] Το θέμα αυτό είναι ανεξάρτητο από την ιστορική ορθογραφία, για την οποία δεν τίθεται καν ζήτημα: οι τόνοι δεν είναι μέρος της ιστορικής ορθογραφίας, αφού καθιερώθηκαν σε τακτική βάση μόνο κατά την βυζαντινή εποχή. Ιστορικά ούτε καν η σημερινή μικρογράμματη δεν είναι πολύ παλιά υπόθεση: οι φανατικοί αρνητές του Βυζαντίου οφείλουν να γνωρίζουν ότι ο πρόδρομος της σημερινής εύχρηστης και κομψής μικρογράμματης γραφής εξαπλώθηκε από τον 9ο αιώνα και μετά χάρη στη δραστηριότητα μιας ομάδας μοναχών της Μονής Στουδίου (ο λεγόμενος μεταγραμματισμός). Αλλά υποψιάζομαι ότι ούτε και οι φανατικοί αυτοί δεν θα υποστήριζαν μια επιστροφή στην κεφαλαιογράμματη, αφού αυτή δεν είχε τους πολυαγαπημένους τόνους, ούτε χώριζε λέξεις...