Eugenio Montale, Δόξα του πλέριου μεσημεριού (Gloria del disteso mezzogiorno)



Δόξα του πλέριου μεσημεριού,
όταν τα δέντρα δεν δίνουν σκιά,
κι όλο και πιότερο οι μορφές ολόγυρα
μοιάζουν σαν ώχρα, από το υπερβολικό φως.

Ο ήλιος -ψηλά- και μια κοίτη στεγνή.
Η μέρα μου, άρα, δεν έχει ακόμη τελειώσει:
η καλύτερη ώρα της στέκει πέρα απ’ το τειχάκι,
κλειστή σ’ ένα χλωμό ηλιοβασίλεμα.

Αναβροχιά τριγύρω: μια αλκυόνα αιωρείται
πάνω από ένα απομεινάρι ζωής.
Η καλή βροχή έρχεται πέρα ​​απ’ την ξηρασία,
μα η αναμονή της κρύβει πιο πλέρια χαρά.


Gloria del disteso mezzogiorno
quand'ombra non rendono gli alberi,
e più e più si mostrano d' attorno
per troppa luce, le parvenze, falbe.

Il sole, in alto, - e un secco greto.
Il mio giorno non è dunque passato:
l'ora più bella è di là dal muretto
che rinchiude in un occaso scialbato.

L'arsura, in giro; un martin pescatore
volteggia s'una reliquia di vita.
La buona pioggia è di là dallo squallore,
ma in attendere è gioia più compita.

Σχόλια