Η τελευταία επιστροφή



Η τελευταία επιστροφή

            Ο Πέτρος πάντα επιστρέφει και ανεβαίνει. Επιστρέφει στη γενέθλια πόλη και ανεβαίνει την ίδια πλατεία κάθε δύο ή τρία χρόνια, αποτίοντας φόρο τιμής σε αναμνήσεις, τις οποίες θα ήθελε να είχε θάψει οριστικά σε ένα ερμάρι του εγκεφάλου του αδιαπέραστο από την υγρασία της μνήμης. Η διαδρομή του τυπική σαν διαδρομή αστικού λεωφορείου. Ξεκινά πάντα από κάτω, από τη μεριά της θάλασσας που επιμένει ανέκαθεν να ταλαιπωρεί τον εαυτό της με κυματισμούς, μικρούς ή επικίνδυνους. Τριγύρω τραπεζάκια από καφετέριες, ένα βουητό από ακαθόριστους ψιθύρους συζητήσεων, ταλαντώσεις ηχητικών κυμάτων που διαδίδονται ενοχλητικά στην ησυχία αυγουστιάτικου απογεύματος μιας έρημης πόλης. Πρώτη στάση στα βιβλιοπωλεία, αρκετά στη σειρά. Κοιτά τις προθήκες, γεμάτες βιβλία. Τα περισσότερα από αυτά, σκέφτεται, γράφτηκαν για να γίνουν ένα χελιδόνι μεταφοράς σκέψης και συναισθήματος πέρα από εποχές. Το πιθανότερο βέβαια είναι ότι ως επί το πλείστον θα καταλήξουν χαρτοπολτός για την επόμενη γενιά αναγνωσμάτων. Ο Πέτρος ονειρευόταν από έφηβος να γίνει κι αυτός ένας λογοτέχνης, αλλά τα αριστουργήματά του έμειναν σελίδες αγκυρωμένες στη σκέψη του. Το καράβι ποτέ δεν άφησε το λιμάνι. Υπεύθυνο για την στασιμότητά του θεωρούσε τον παππού του. Ο σκληροτράχηλος αυτός άνθρωπος δεν άφηνε περιθώριο για εκλεπτυσμένες πνευματικές αναζητήσεις και τον ώθησε να φύγει πρόωρα από το οικογενειακό περιβάλλον, για να βγει στη δουλειά αμέσως μετά το λύκειο. Και η δουλειά τον κατάπιε. Ναι, ο αξέχαστος αυτός παππούς ήταν ένας τύραννος παλιάς σχολής, ο δεσπότης της οικογένειας. Δε χτυπούσε ποτέ, δεν έδερνε, αλλά το βλέμμα του ήταν τρομακτικό, ιδιαίτερα όταν πετούσε αντικείμενα, για να ξεσπάσει για κάποιο πραγματικό ή φανταστικό παράπτωμα μέλους της οικογένειας. Τώρα όμως αυτά ήταν παλιά και η φιγούρα του πεθαμένου τυράννου είχε γίνει πιο μαλακή, σαν μέταλλο που το διάβρωσε ο χρόνος.
            Ο Πέτρος συνεχίζει προς τα πάνω, για την επόμενη στάση, στα ανθοπωλεία. Αρχίζει κι ένα καλοκαιρινό ψιλόβροχο μαζί με ήλιο εξασθενημένο. Το τσιμέντο παριστάνει πως δροσίζεται. Αν είχε χώμα, θα μύριζε όπως η αυλή του σπιτιού του στο χωριό, στο οποίο υπηρετεί εδώ και χρόνια ως δημοτικός υπάλληλος. Υποτίθεται ότι θα ήταν για λίγο, αλλά τελικά ξέμεινε εκεί λόγω γάμου με μια αξιοπρεπή ντόπια κοπέλα, η οποία διέθετε ως προικώο αγρόκτημα και οίκημα εντός αυτού. Ευτυχώς το χωριό ήταν δίπλα στη θάλασσα -δε θα άντεχε χωρίς να βλέπει να κινείται κάτι στον ορίζοντα. Η ζωή του στην ύπαιθρο ήταν γενικά ήρεμη συγκρινόμενη με της πόλης, η σύζυγος ήρεμη στη μανία της για απόλυτη καθαριότητα -οι βιολόγοι του μέλλοντος θα την θεωρούσαν υπεύθυνη για την εξαφάνιση ολόκληρων κλάδων μικροβιακής ζωής-, τα παιδιά έπρεπε να πιουν το γάλα τους το πρωί αποστειρωμένο στην εντέλεια, να παν σχολείο έγκαιρα, η συμπεριφορά του ζευγαριού να είναι υποδειγματική, να μην δοθεί οποιαδήποτε αφορμή για σχολιασμό στο χωριό. Το βράδυ η αίσθηση ότι όλα τα παραπάνω εκπληρώθηκαν στην εντέλεια εξασφάλιζε τον ήρεμο ύπνο του.
Χωρίς να το καταλάβει ο Πέτρος απλώνει το χέρι του προς μερικά τριαντάφυλλα. Η ανθοπώλης σπεύδει κοντά του να εκβιάσει την πώληση. Σε ποιον άραγε ήθελε να τα προσφέρει; Η γυναίκα του ήταν μακριά, θα μαραίνονταν μέχρι να φτάσουν. Εξάλλου είχε πάψει να της φέρνει λουλούδια εδώ και καιρό και η αιφνίδια ανανέωση μιας αρχαίας συνήθειας θα της δημιουργούσε υποψίες. Η μητέρα νεκρή από χρόνια, αλλά ούτως ή άλλως απεχθανόταν τις ευαίσθητες χειρονομίες. Όμως τώρα θυμήθηκε. Εδώ συνήθιζε να αγοράζει τριαντάφυλλα για την Άννα. Με το υπέροχο πρόσωπο και κορμί, τα πανέμορφα ξανθά μαλλιά, τα πράσινα μάτια και τη μεγάλη ματαιοδοξία. Υποψιαζόταν ότι η σχέση τους δεν είχε μέλλον, αφού η Άννα στόχευε ψηλά, σε άντρα υποδειγματικής ομορφιάς και οικονομικής άνεσης. Ο ίδιος διέθετε κάπως από το πρώτο ζητούμενο, αλλά σχεδόν καθόλου από το δεύτερο. Όμως ο Πέτρος αρκούνταν στο παρόν, αφήνοντας τη βέβαιη στεναχώρια της εγκατάλειψης για το μέλλον. Το μέλλον, βέβαια, έχει την κακή συνήθεια πάντα να έρχεται, η άμμος στην κλεψύδρα να αδειάζει, η Άννα εξαφανίστηκε, αν και όχι και η ανάμνησή της. Ο Πέτρος αγοράζει τελικά τα τριαντάφυλλα και πηγαίνει προς την επόμενη στάση, στα εστιατόρια, την τελευταία. Αλλά πρέπει να περάσει το δρόμο. Η ματιά του πέφτει φευγαλέα στο μεγάλο ρολόι στο πάνω μέρος της πλατείας, απέναντι. Είναι οχτώ και είκοσι. Το ψιλόβροχο σταμάτησε, η υγρασία έχει γίνει πιο έντονη μετά τη βροχή. Ο ήλιος πάει να δύσει και διαπραγματεύεται με το νόμο του Νεύτωνα ακόμη λίγα λεπτά παραμονής στον ουρανό.

            Ο Πέτρος διασχίζει το δρόμο. Ένα μηχανάκι μεγάλου κυβισμού με ατίθασο καβαλάρη τον χτυπά, χωρίς να λογαριάσει το τετριμμένο, ενοχλητικό κόκκινο. Ο Πέτρος διαγράφει ιδανική, νευτώνεια τροχιά και παραδόξως πέφτει με ήρεμο, ήσυχο γδούπο. Τα τριαντάφυλλα γίνονται ένα με το αίμα του. Λένε ότι όταν πεθαίνεις βίαια η ζωή σου περνά αστραπιαία από μπροστά σου. Ο Πέτρος πρόλαβε να την θυμηθεί πριν πεθάνει, με την ησυχία του, επιστρέφοντας και ανεβαίνοντας την πλατεία. Τώρα κλείνει τα βλέφαρα χωρίς αναμνήσεις. Από πάνω του κοιτούν διάφοροι περίεργοι. Ένα μικρό παιδί βλέπει για πρώτη φορά νεκρό. Ένας παππούς θυμάται το γιο του που σκοτώθηκε και κλαίει. Ανάμεσά τους κοιτά, αφηρημένη, και μια δύσθυμη γεροντοκόρη με πράσινα μάτια. Είναι τα μόνα που απέμειναν από παλιές δόξες, κουρασμένη αναλαμπή μιας αρχέγονης ομορφιάς.