Η οργή της Πασιφάης (από τους Κρήτες του Ευριπίδη)


[Σε φύλλο από περγαμηνή (P. Berol. 13217) του 2ου-3ου αιώνα μ.Χ. Η υπόθεση του έργου φαίνεται να ήταν η εξής: Ο Μίνωας, προκειμένου να αποδείξει ότι είναι ο νόμιμος βασιλιάς της Κρήτης με την ευλογία των θεών, καυχιέται ότι οι θεοί θα εκπληρώσουν ό,τι τους ζητήσει. Ζητά, λοιπόν, από τον Ποσειδώνα να στείλει έναν ταύρο από τη θάλασσα, με την υπόσχεση να τον θυσιάσει κατόπιν στο θεό. Ο Ποσειδώνας πράγματι στέλνει τον ταύρο, αλλά ο Μίνωας, εντυπωσιασμένος από το ζώο, δεν το θυσιάζει. Τότε η Πασιφάη, σύζυγος του Μίνωα, κυριεύεται από θεόσταλτο ερωτικό πάθος για τον ταύρο που αναδύθηκε από τη θάλασσα. Η Πασιφάη (που έχει τη βοήθεια μιας τροφού) πείθει τον Δαίδαλο να της φτιάξει ένα ξύλινο κούφιο ομοίωμα αγελάδας με τη δορά του ζώου από πάνω, μέσα στο οποίο κρύβεται και εκπληρώνει το ερωτικό της πάθος. Από την ένωση γεννιέται ο Μινώταυρος. Όταν ο Μίνωας μαθαίνει τα συμβάντα, κλείνει τον Μινώταυρο στο λαβύρινθο και αποφασίζει να τιμωρήσει την Πασιφάη, την τροφό και τον Δαίδαλο. Ο τελευταίος, μαζί με τον Ίκαρο, δραπετεύουν από την Κρήτη πετώντας. Ο χορός του έργου αποτελούνταν από μύστες αφιερωμένους στη λατρεία του Ιδαίου Διός. Η μετριοπαθής συμπεριφορά του χορού έρχεται σε έντονη αντίθεση με τον βίαιο χαρακτήρα του βασιλιά στο απόσπασμά μας, γεγονός που ζωγραφίζει με αρνητικά χρώματα τον Μίνωα.
Προφανώς κάποια θεότητα από μηχανής έσωζε στο τέλος την Πασιφάη και ανακοίνωνε το μέλλον του Μίνωα: θα γίνει καλός βασιλιάς, ήρωας του λαού του, σοφός νομοθέτης, κριτής στον Κάτω Κόσμο. Ο ρόλος του Χορού φαίνεται ότι ήταν σημαντικός στην εξέλιξη του έργου, αφού αυτός δίνει τον τίτλο στην τραγωδία: Κρήτες. Το έργο περιλάμβανε και μια μονωδία του Ίκαρου (Σχόλιο Αριστοφ., Βάτρ. 1356), πιθανώς λίγο πριν από την απόδραση με τον Δαίδαλο. Στο απόσπασμά μας ο Μίνωας μόλις έχει μάθει τι έχει συμβεί και έχει συλλάβει την Πασιφάη.
Ο Μινώταυρος πρέπει να είναι ακόμη νεογέννητος. Η Πασιφάη εμφανίζεται ως μια δυναμική γυναίκα που δεν είναι διατεθειμένη να δεχτεί αγόγγυστα την τιμωρία της και δε διστάζει να κατηγορήσει τον άντρα της: αυτός φταίει που οι θεοί της έστειλαν τον αισχρό έρωτα για τον ταύρο, αφού δεν τήρησε την υπόσχεσή του να τον θυσιάσει στον Ποσειδώνα. Κατηγορεί τον Μίνωα ως αιμοσταγή τύραννο για παλιές του πράξεις -πρέπει να γινόταν λόγος γι’ αυτές προηγουμένως στο έργο- και τον προκαλεί με έναν σχεδόν σαρκαστικό τρόπο. Τα επιχειρήματά της θυμίζουν σοφιστικό ή δικανικό λόγο, κάτι σύνηθες στον Ευριπίδη. Στη σκηνή που ακολουθεί είναι παρόντες ο Μίνωας, η Πασιφάη, ο χορός, η τροφός-συνεργός της Πασιφάης και μια ομάδα λογχοφόρων που συλλαμβάνουν με διαταγή του Μίνωα την Παισφάη]

Μίνωας:
Αυτές τις πράξεις άλλη δε νομίζω πως τόλμησε να κάνει.

Χορός:
Βασιλιά μου, συ κοίτα καλά ετούτα τα κακά να κρύψεις.

Πασιφάη:
Η άρνησή μου τώρα πια δεν θα μπορούσε να σε πείσει:
πώς έχουνε τα πράγματα ήδη ολοφάνερο είναι.
Αν, όμως, εγώ σε άντρα είχα δώσει το κορμί μου,
πουλώντας το για μια λαθραία αγάπη,
σωστά θα έμοιαζα για ακόλαστη.
Τώρα με χτύπημα θεού τρελάθηκα.
Πονώ, μα η αμαρτία μου ακούσια είναι.
Δεν έχει τίποτα το λογικό η υπόθεση. Τι να ’δα σ’ έναν ταύρο
που την καρδιά μου να ερέθισε μ’ αρρώστια τόσο πρόστυχη;
Ότι ήταν χάρμα να τον βλέπεις μες στα ρούχα του;
Ότι ακτινοβόλαγε λάμψη φλογάτη απ’ τα πυρρά μαλλιά
ή τα μάτια του; Για το μελαχρινό του γένι;
Τούτος ο γαμπρός -στ’ αλήθεια- δεν είχε σώμα καλοκαμωμένο.
Για τέτοιο γάμο άξιζε να καθίσω μέσα στο δέρμα
ζώου που περπατά στη γη; Ποιος λογικός το πιστεύει αυτό;
Ούτε καν περίμενα ποτέ από τέτοιο σύζυγο γεννήτορας παιδιών να γίνει.  
Γιατί με τέτοια αρρώστια να μανιάσω;
Η δικιά του κακοδαιμονία [i] με γέμισε με συμφορές κι εμένα.
Απ΄ όλους πιο πολύ αυτός θα φορτωθεί τον ψόγο των ανθρώπων.
Δεν έσφαξε τον ταύρο -σημάδι θεϊκό. Τάμα τον είχε
για θυσία, σαν εφάνη, στο θεό της θάλασσας.
Γι’ αυτό σε έβλαψε και τιμωρία σου ’δωσε ο Ποσειδώνας.
Μα η τιμωρία αυτή σ’ εμένα έπεσε.
Κι ύστερα κραυγάζεις και μάρτυρες τους θεούς καλείς.
Εσύ ο ίδιος τα προκάλεσες, εμένα ντρόπιασες.
Κι εγώ, η μάνα, η αθώα,
έκρυψα το θεόσταλτο του δαίμονα το χτύπημα,
ενώ εσύ, σαν να ’ταν κάνα θέαμα ευπρεπές κι ωραίο,
ανακοινώνεις σ’ όλο τον κόσμο της γυναικός σου τα παθήματα,
πιο μοχθηρέ απ’ όλους τους ανθρώπους.
Λες και δε θα’ χεις κανένα μοιράδι σ’ ό,τι έχει συμβεί.
Εσύ με καταστρέφεις, δική σου η πλάνη,
εξαιτίας σου υποφέρω. Εμπρός, αν θέλεις να με πνίξεις,
πνίξε με. Ξέρεις από αιμοβόρες πράξεις κι από ανθρωποσφαγές.
Κι αν αγαπάς τη σάρκα μου να φας ωμή,
ιδού η ευκαιρία. Μην παραλείψεις το ξεφάντωμα.
Ελεύθερη, δίχως να έχω αδικήσει,
θα πεθάνω, πληρώνοντας τη δική σου αποζημίωση.

Χορός:
Πολλά σημάδια δείχνουν ότι ετούτο το κακό
είναι θεόσταλτο. Βασιλιά, χώρο πολύ μην δώσεις στην οργή σου.

Μίνωας:
Λοιπόν, έχει φίμωτρο; Πιο δυνατά κι από ταύρο μουγκανίζει.
Προχωράτε. Να φύγει με συνοδεία λογχοφόρων.
Πιάστε την πανούργα, να πεθάνει ένδοξα.
Μαζί και τούτη εδώ, τη συνεργό της. Να τις πάτε στο παλάτι
και να τις κλείσετε στην κρύπτη,
να μην δουν ξανά τον κύκλο του ήλιου.

Χορός:
Συγκρατήσου, βασιλιά. Το πράγμα θέλει σκέψη.
Ο γνωστικός ο άνθρωπος δεν είναι ανελέητος.

Μίνωας:
Το πήρα απόφαση. Στην ποινή αναβολή δεν δίνω.


[Σταύρος Γκιργκένης]





[i] Η Πασιφάη εννοεί τον Μίνωα.